.
.
Εβρούλτσανε τα μέρι͜α μουν

Τσ̌ανταρμάδες

Τσ̌ανταρμάδες
fullscreen
Τσ̌ορκανίγουμαι, πουλί μ’,
η εγάπ’ σ’ θα τρώει την ψ̌η μ’
Έμορφα ευτάς γιαβάσ̌ι͜α,
πώς θα κλέφτω Ματσουκάτ’σσα;

Σο φιστάν’ σ’, σο πεσ̌ταμπάλ’ σ’
εμαγεύτα εγώ ο γιοσμάς
Τσ̌ανταρμάδες για την ψ̌η σ’
’ρούξαν απέσ’ σο χαπίς

Θέλ’νε ξαν μη δι͜αβολίζω
και άμον φουρνίν αφνίζω
’Ζάντυνα, ψ̌η μ’, ο μουρτάρτς,
εχασ̌εύτα ας ση σεβντά σ’

Άγουρος πώς εγεννέθα,
σο σπαρέλι σ’ εχουλέθα
Κι αν περάν’ν’ σ’ εμέν ζεντζ̌ίρι͜α
σπάζ’ ατα με τα γριντζίλι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγουροςνέος άνδρας
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ατααυτά
αφνίζωαναδύω/εκπέμπω ατμό, παράγω αφρό, αφρίζω
γιαβάσ̌ι͜ααργά yavaş
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
γριντζίλι͜αούλα
δι͜αβολίζωδιδάσκω κπ να είναι πονηρός, μου έρχεται πονηρή ιδέα, πονηρεύομαι, παραπείθω, παραπλανώ
εγάπ’αγάπη
εγεννέθαγεννήθηκα
εμαγεύταμαγεύτηκα
έμορφαόμορφα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εχασ̌εύταβράστηκα, ζεματίστηκα haşlanmak
εχουλέθαζεστάθηκα
’ζάντυνα(εζάντυνα) τρελάθηκα
ζεντζ̌ίρι͜ααλυσίδες zincir/zencīr
θέλ’νεθέλουν
κλέφτωκλέβω
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μουρτάρτςαυτός που έχει πολλές εξωσυγυζικές σχέσεις, ακάθαρτος, βρωμιάρης, μτφ. ηθικά αξιοκατάκριτος murdar/murdār
ξανπάλι, ξανά
περάν’ν’περνάνε
πεσ̌ταμπάλ’είδος ποδιάς από τετράγωνο ύφασμα βαμβακερό ή μεταξωτό peştamal
’ρούξαν(ερρούξαν) έπεσαν
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σπάζ’σφάζω/ει
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ̌ανταρμάδεςχωροφύλακες jandarma/gendarme
τσ̌ορκανίγουμαισέρνομαι κατά γης
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
φουρνίνφούρνος
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγουροςνέος άνδρας
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ατααυτά
αφνίζωαναδύω/εκπέμπω ατμό, παράγω αφρό, αφρίζω
γιαβάσ̌ι͜ααργά yavaş
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
γριντζίλι͜αούλα
δι͜αβολίζωδιδάσκω κπ να είναι πονηρός, μου έρχεται πονηρή ιδέα, πονηρεύομαι, παραπείθω, παραπλανώ
εγάπ’αγάπη
εγεννέθαγεννήθηκα
εμαγεύταμαγεύτηκα
έμορφαόμορφα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εχασ̌εύταβράστηκα, ζεματίστηκα haşlanmak
εχουλέθαζεστάθηκα
’ζάντυνα(εζάντυνα) τρελάθηκα
ζεντζ̌ίρι͜ααλυσίδες zincir/zencīr
θέλ’νεθέλουν
κλέφτωκλέβω
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μουρτάρτςαυτός που έχει πολλές εξωσυγυζικές σχέσεις, ακάθαρτος, βρωμιάρης, μτφ. ηθικά αξιοκατάκριτος murdar/murdār
ξανπάλι, ξανά
περάν’ν’περνάνε
πεσ̌ταμπάλ’είδος ποδιάς από τετράγωνο ύφασμα βαμβακερό ή μεταξωτό peştamal
’ρούξαν(ερρούξαν) έπεσαν
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σπάζ’σφάζω/ει
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ̌ανταρμάδεςχωροφύλακες jandarma/gendarme
τσ̌ορκανίγουμαισέρνομαι κατά γης
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
φουρνίνφούρνος
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
ψ̌ηψυχή
Τσ̌ανταρμάδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost