.
.
Είκοσι ποντιακοί χοροί και τραγούδια

Ποιμενικό τραγούδι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ποιμενικό τραγούδι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα -ν- απάν’ [πουλί μ’, και] σο σ̌ύριγμα μ’,
[αχ] έλ’ απάν’ [πουλί μ’] σο λαλόπο μ’ [νέι, έι, έι]
[Ωχ!] Έλα τέρεν [πουλί μ’] και τα αίματα [γιάβρ’-, άι]
[αχ!] πώς τρέχ’νε [και -ν-] ας σο καρδόπο μ’ [νέι]

♫

Όνταν θα πάτε σον παρχάρ’
καλά δουλείας ποίστεν
Μη τρώτεν όλ’ το ’θόγαλαν,
το μερτικό μ’ αφήστε

Όντες επέγ̆’νες σον παρχάρ’
εμέν γιατί ’κ’ ελάλ’νες
Καλά πα ντο ’κ’ ελάλεσες,
τ’ εμόν την ψ̌ην θ’ εβγάλλ’νες

Σα παρχαρόπα λάσκουμαι
και σα χωρία μένω
Ση στράταν απάν’ κάθουμαι,
τ’ αρνόπο μ’ αναμένω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εβγάλλ’νεςέβγαζες
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέγ̆’νεςπήγαινες
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
λαλόποφωνούλα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
όλ’όλοι/α
όντανόταν
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρόπαορεινοί τόποι θερινής βοσκής παρχάρια + -οπα (υποκορ.)
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
σ̌ύριγμασφύριγμα σῦριγξ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρέχ’νετρέχουν
χωρίαχωριά
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εβγάλλ’νεςέβγαζες
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέγ̆’νεςπήγαινες
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
λαλόποφωνούλα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
όλ’όλοι/α
όντανόταν
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρόπαορεινοί τόποι θερινής βοσκής παρχάρια + -οπα (υποκορ.)
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
σ̌ύριγμασφύριγμα σῦριγξ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρέχ’νετρέχουν
χωρίαχωριά
ψ̌ηνψυχή
Ποιμενικό τραγούδι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost