.
.
Το γεσιρόπον

Η παντέμορφος

Η παντέμορφος
fullscreen
[Και -ν-] Ο ήλιον σύρ’ από ’πάν’ κέσ’
απάν’ ι-σ’ τα τσιρούτι͜α τ’
Θα κρύφτω σε σ’ έναν σερίν
να κόφκουν τα ομούτι͜α τ’

Ο φέγγον πα κάτ’ έπαθεν
κι από ψηλά τερεί σε
Φωτάζ’ την στράταν ντο πατείς
να μ’ εγροικάς κι αγρείσαι

Το γιουλτουρούμ’ τ’ αφώτιστον
αστράφτ’, βοά, τσ̌ακλίζει
Θα τογραεύω ήντιναν
εσέναν τριγυλίζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρείσαιαγριεύεσαι, καταβάλλεσαι από ανεξήγητο φόβο
απάν’πάνω
αστράφτ’αστράφτει
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
γιουλτουρούμ’κεραυνός yıldırım
εγροικάςκαταλαβαίνεις
ήντινανόποιον/α/ο
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κόφκουνκοπούν
ομούτι͜αελπίδες umut
παπάλι, επίσης, ακόμα
’πάν’(απάν’) πάνω
πατείςπατάς
σερίνδροσιά serin/serigün
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερείκοιτάει
τογραεύωκομματιάζω doğramak
τριγυλίζειτριγυρίζει, περιτριγυρίζει
τσ̌ακλίζεικάνει κρότο βιαίως, βροντάει με κεραυνό, λάμπει δυνατά
τσιρούτι͜αακόντια, κοντάρια, μτφ. ηλιαχτίδες cirit/cerīd
φέγγονφεγγάρι
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρείσαιαγριεύεσαι, καταβάλλεσαι από ανεξήγητο φόβο
απάν’πάνω
αστράφτ’αστράφτει
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
γιουλτουρούμ’κεραυνός yıldırım
εγροικάςκαταλαβαίνεις
ήντινανόποιον/α/ο
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κόφκουνκοπούν
ομούτι͜αελπίδες umut
παπάλι, επίσης, ακόμα
’πάν’(απάν’) πάνω
πατείςπατάς
σερίνδροσιά serin/serigün
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερείκοιτάει
τογραεύωκομματιάζω doğramak
τριγυλίζειτριγυρίζει, περιτριγυρίζει
τσ̌ακλίζεικάνει κρότο βιαίως, βροντάει με κεραυνό, λάμπει δυνατά
τσιρούτι͜αακόντια, κοντάρια, μτφ. ηλιαχτίδες cirit/cerīd
φέγγονφεγγάρι
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
Η παντέμορφος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost