.
.
Τραγούδια και Σκοποί του Πόντου Νο2

Οσήμερον θα ωρι͜άζ’ ατο

Οσήμερον θα ωρι͜άζ’ ατο
fullscreen
Οσήμερον θα ωρι͜άζ’ ατο,
θα τερώ πού κέσ’ πάει
και/Αρ’ μετ’ ατόν που πάει σα ζα
ντό θα ’φτάει το συφάει

Κόρη, τα ζα ντ’ ερίαζες
τ’ έναν λέγ’νε Δονέσσα
Εγώ ’θάρρ’να -ν- ετράνυνες,
εσύ ακόμαν μικρέσσα

Σίτ’ έστεκεν, σίτ’ έτρεχ̌εν,
ελύεν η φοτά ’θε
Εκλίστα κα’ να δέν’ ατο,
ατό ’φύεν η χρά ’θε

Πρωί-πρωί τ’ αρνόπο μου
αρ’ εξέγκε τα ζα -ι
Και μετ’ ατόν π’ αχπάσ̌κεται
ντό θα ’φτάει το συφάει;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
δέν’δένω/ει
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εξέγκεέβγαλε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ζαζώα
’θάρρ’να(εθάρρ’να) θαρρούσα, πίστευα, νόμιζα
’θετου/της
κα’κάτω
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λέγ’νελένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μικρέσσαμικρή, νεαρή
οσήμερονσήμερα
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συφάειπροσφάγι συν+φαγεῖν
τερώκοιτώ
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
δέν’δένω/ει
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εξέγκεέβγαλε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ζαζώα
’θάρρ’να(εθάρρ’να) θαρρούσα, πίστευα, νόμιζα
’θετου/της
κα’κάτω
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λέγ’νελένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μικρέσσαμικρή, νεαρή
οσήμερονσήμερα
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συφάειπροσφάγι συν+φαγεῖν
τερώκοιτώ
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
Οσήμερον θα ωρι͜άζ’ ατο

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost