.
.
Οδοιπορικόν

Κορτσόπον

Κορτσόπον
fullscreen
Όι! όι! κορτσόπον,
έφαες την ψ̌ην τ’ εμόν
Έρημον, ωχ! πουλί μ’,
επέμ’νεν το καρδόπο μ’

Όι! όι! όι! (όι!) πουλί μ’,
φως ι-μ’ και ανατολή μ’
’Κ’ εγροικάς, ωχ! ε, τσ̌άνουμ/εχ! πουλί μ’,
το τρανόν την καμονή μ’

Όι! όι! γιαβρόπο μ’,
κρίμαν έν’, ασ’χώρετον
Να πονώ, ωχ! πουλί μ’,
για τ’ εσέν, αφώτιστον
Όι! όι! να πονώ
για τ’ εσέν, αφώτιστον

Όι! όι! όι! αμάν!
σην ψ̌η μ’ ένοιξες γερὰ
Λάρωσον, έχ! πουλί μ’,
σιρμαλίν έν’ η καρδι͜ά μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
γερὰπληγή, τραύμα yara
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ένοιξεςάνοιξες
επέμ’νεναπόμεινε
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμονήκαημός
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
λάρωσον(προστ.) γιάτρεψε, θεράπεψε
σιρμαλίντο συνυφασμένο με χρυσόνημα, για ρούχο που είναι διακοσμημένο με χρυσά και αργυρά νήματα sırmalı<σύρμα, σύρω
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
γερὰπληγή, τραύμα yara
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ένοιξεςάνοιξες
επέμ’νεναπόμεινε
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμονήκαημός
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
λάρωσον(προστ.) γιάτρεψε, θεράπεψε
σιρμαλίντο συνυφασμένο με χρυσόνημα, για ρούχο που είναι διακοσμημένο με χρυσά και αργυρά νήματα sırmalı<σύρμα, σύρω
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Κορτσόπον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost