.
.
Τη φέγγονος η στράτα

Κόρ, ντ’ αραεύ’ς ση μαχαλάν;

Κόρ, ντ’ αραεύ’ς ση μαχαλάν;
fullscreen
Όλ’ λένε με «υπάντρεψον,
μη λάσ̌κεσαι πεκιάρης!
Τέρ’ κι έπαρ’ είναν έτερον
να συνορθι͜άζ’ το χάλι σ’»

♫

Κάποιος είπε τη μάνα μ’
«υπάντρεψον τον γιο σ’ -ις,
Τα χρόνια τ’ επερίσσεψαν,
μη κείται μαναχός -ι»

«Κόρ’ ντ’ αραεύ’ς ση μαχαλάν;»,
όλον ο κόσμον λέει με
Η μάνα μ’ λέει «τσ̌εχέλτς είσαι»,
’κι θέλ’ να υπαντρεύ’ με

Νουνίζω, μάνα, νουνίζω
και πώς να μη νουνίζω;
Τα συνέλ’κα μ’ υπάντρεψαν,
εγώ πεκιάρτς γυρίζω

Εμέν που θα κατηγορεί
και θα περιφρονά με
Εμέν κορίτσ’ κανείς μη δί’,
γαμπρόν κανείς μ’ ευτάει με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
δί’δίνει
είνανέναν, μία
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτερονάλλο, διαφορετικό
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόςμοναχός, μόνος
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
νουνίζωσκέφτομαι
όλ’όλοι/α
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
συνέλ’κασυνομήλικα
συνορθι͜άζ’τακτοποιώ/εί, διορθώνω/ει
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τσ̌εχέλτςάπειρος, ανώριμος, άβγαλτος cehil/cehl
υπαντρεύ’παντρεύεται
υπάντρεψανπαντρεύτηκαν
υπάντρεψον(προστ.) πάντρεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
δί’δίνει
είνανέναν, μία
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτερονάλλο, διαφορετικό
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόςμοναχός, μόνος
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
νουνίζωσκέφτομαι
όλ’όλοι/α
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
συνέλ’κασυνομήλικα
συνορθι͜άζ’τακτοποιώ/εί, διορθώνω/ει
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τσ̌εχέλτςάπειρος, ανώριμος, άβγαλτος cehil/cehl
υπαντρεύ’παντρεύεται
υπάντρεψανπαντρεύτηκαν
υπάντρεψον(προστ.) πάντρεψε
Κόρ, ντ’ αραεύ’ς ση μαχαλάν;

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost