.
.
Μάνα, μάνα

Μάνα, μάνα

Μάνα, μάνα
fullscreen
Μάνα μ’/Μανίτσα μ’, αναχάπαρα
εταράεν η καρδία μ’
[Ωχ! αηλί εμέν!]
Τ’ ομμάτι͜α μ’ εθολώθαν
ας σην απελπισίαν
[Ωχ! αηλί εμέν!]

Απελπισμένον ο άχαρον
επήγα σο γιατρόν
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]
Ατός άμον ντο είδε με -ν-
ετέρ’νεν τον Θεόν
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]

Την ψ̌η μ’ έρθαν να παίρ’νε,
εσέν πα ’κι πονούν
[Ωχ! αηλί εμέν!]
Ολόερα ας σ’ ομμάτι͜α μ’
αγγέλ’, μάνα, πετούν
[Ωχ! αηλί εμέν!]

Το χ̌έρι σ’, μάνα, δος μα
ας κλίσκουμ’ και φιλώ
κι εσέν ευχαριστώ
Τ’ ομμάτι͜α μ’ έλα κλείδα,
ας αποχ̌αιρετώ
κι ας πάω σον Θεόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατόςαυτός
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εθολώθανθόλωσαν
έρθανήρθαν
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
ετέρ’νενκοιτούσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κλίσκουμ’σκύβω, κλίνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατόςαυτός
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εθολώθανθόλωσαν
έρθανήρθαν
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
ετέρ’νενκοιτούσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κλίσκουμ’σκύβω, κλίνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
ψ̌ηψυχή
Μάνα, μάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost