.
.
Ξενιτεία και σεβντάς

Πατείς με και πατώ σε

fullscreen
Όσοι επήγανε ψηλά
αρ’ αδά σην κοινωνίαν
θεμέλια σα έργα τουν
είχανε την αδικίαν

Με σταυρόν σο χ̌έρ’, πουλόπο μ’,
ατείν’ ’κ’ είχαν προκοπήν
Το «πατείς με», το «πατώ σε»
νόμον είχαν ση ζωήν

Εδούλεψα -ν-, εδούλεψα [αμάν!]
αρ’ πολλά -ν- ετυρα̤ννίγα
Άμαν επέμ’να οξωπίσ’,
ξάι εμπροστά ’κ’ επήγα

Γιατί έμ’νε γεννεμένος
με πολλά φιλότιμον
Αρ’ ’κ’ εκράν’νεν η καρδία μ’
να κομπώνω τον φτωχόν

Άμαν το γέλος κι η χάρα [αμάν!]
όλεν είν’ απέσ’ σ’ οσπίτι μ’
Παράν αν ’κ’ εγαζάνεψα
σο γιάνι μ’ έχω τοι φίλτς ι-μ’

Ότιναν θα ορωτάς
ας σοι φίλτς κι ας σοι γνωστούς
για τ’ εμέν μονάχα λόγια
καλά κι έμορφα θ’ ακούς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμαναλλά ama/ammā
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατείν’αυτοί
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιάνιπλάι, πλευρό yan
εγαζάνεψακέρδισα, απόκτησα πλούτο kazanmak
είν’(για πληθ.) είναι
εκράν’νενκρατούσε
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
επέμ’νααπόμεινα
ετυρα̤ννίγατυραννήθηκα, ταλαιπωρήθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
ξάικαθόλου
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
οξωπίσ’πίσω, αντίστροφα
ορωτάςρωτάς
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ότινανόποιον, οποιονδήποτε
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πατείςπατάς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
σοιστους/στις, τους/τις
τοιτους/τις
τουντους
φίλτςφίλους
χ̌έρ’χέρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμαναλλά ama/ammā
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατείν’αυτοί
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιάνιπλάι, πλευρό yan
εγαζάνεψακέρδισα, απόκτησα πλούτο kazanmak
είν’(για πληθ.) είναι
εκράν’νενκρατούσε
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
επέμ’νααπόμεινα
ετυρα̤ννίγατυραννήθηκα, ταλαιπωρήθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
ξάικαθόλου
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
οξωπίσ’πίσω, αντίστροφα
ορωτάςρωτάς
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ότινανόποιον, οποιονδήποτε
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πατείςπατάς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
σοιστους/στις, τους/τις
τοιτους/τις
τουντους
φίλτςφίλους
χ̌έρ’χέρι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost