.
.
Η Κερασούντα των Ελλήνων

Έρθα, πουλόπο μ’, σην πόρτα σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έρθα, πουλόπο μ’, σην πόρτα σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έρθα, πουλόπο μ’, σην πόρτα σ’,
εύρα ’το κλειδωμένον
Εσύ την πόρτα σ’ ’κ’ ένοιξες,
εκλώστα οπίσ’ κλαμένον

Νε φαρφάρα μ’, νε φαρφάρα μ’,
είδα σε, πολλά εχάρα!
Ας ση μάνα σ’ κι ας σον κύρη σ’
και ντό πολλά εχπαράγα!

Εποίκες με ρακόποτο
και κρασομεθυσμένο
Σα μαχαλάδας λάσκουμαι
άμον σ̌ασ̌ιρεμένον

Αρ’ αχά ξαν, αρ’ αχά ξαν,
τα πετεινάρι͜α εκούξαν
Κι αβούτ’ τα σ̌κυλοκούταβα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν

Πουλί μ’, ατέ η μάνα σου
ντό πολλά καταράται!
Και ση θάλασσας την άκραν
να πατεύ’, να πάει χάται

Νε φαρφάρα μ’, νε φαρφάρα μ’,
είδα σε, πολλά εχάρα!
Ας ση μάνα σ’ κι ας σον κύρη σ’
και ντό πολλά εχπαράγα!

Πουλί μ’, τα μάτι͜α σ’ λέν’ ατο
τ’ εγάπ’ς καμένον ντ’ είσαι
Γουρπάν’ σ’ οσπίτ’ ντο κάθεσαι
και σην οτά ντο κείσαι

Αρ’ αχά ξαν, αρ’ αχά ξαν,
τα πετεινάρι͜α εκούξαν
Κι αβούτ’ τα σ̌κυλοκούταβα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατέαυτή
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’ςαγάπης
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
ένοιξεςάνοιξες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρθαήρθα
ερρούξανέπεσαν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εχάραχάρηκα
εχπαράγα(αμτβ) τρόμαξα, ξαφνιάστηκα εκσπαράσσω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καταράταικαταριέται
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
ξανπάλι, ξανά
οπίσ’πίσω
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οτάδωμάτιο oda
πατεύ’βυθίζεται, βουλιάζει μτφ. δύει, μτφ. καταρρέει, μτφ. χρεωκοπεί batmak
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φαρφάραπεταλούδα πιθ. εκ του αραβ. farfara (فرفرة) =ήχος φτερουγίσματος ή θροΐσματος
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατέαυτή
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’ςαγάπης
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
ένοιξεςάνοιξες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρθαήρθα
ερρούξανέπεσαν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εχάραχάρηκα
εχπαράγα(αμτβ) τρόμαξα, ξαφνιάστηκα εκσπαράσσω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καταράταικαταριέται
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
ξανπάλι, ξανά
οπίσ’πίσω
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οτάδωμάτιο oda
πατεύ’βυθίζεται, βουλιάζει μτφ. δύει, μτφ. καταρρέει, μτφ. χρεωκοπεί batmak
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φαρφάραπεταλούδα πιθ. εκ του αραβ. farfara (فرفرة) =ήχος φτερουγίσματος ή θροΐσματος
χάταιχάνεται
Έρθα, πουλόπο μ’, σην πόρτα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost