.
.
Η Κερασούντα των Ελλήνων

Η τρυγόνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η τρυγόνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η τρυγόνα με τ’ αντζία
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
πάει σ’ ορμάν’ σερεύ’ τσατσία
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]

Ακεί πέραν σ’ ορμανόπα
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
έστεκεν κι εποίν’νεν ξύλα
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]

Τα ξύλα τ’ς έταν οξέας,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
άντρας ατ’ς έτον μυξέας
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]

Τα ξύλα τ’ς έτανε είκοσ’,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
άντρας ατ’ς έτον μικρίκος
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]

Φορτούται σ̌ελέκ’ σ’ ωμία τ’ς,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
άντρας ατ’ς γριβών’ σ’ αντζία τ’ς
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
Να τρώγω εγώ τα ψ̌ήα τ’ς!
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
αντζίαπόδια, μηροί
ατ’ςαυτής, της
γριβών’προσκολλάται, γαντζώνεται αγριφώνω<agrafer<grappa
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτανεήταν
έτονήταν
μικρίκοςμικρούλης, νεαρός, μικρόσωμος
μυξέαςμυξιάρης
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπαδάση
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
φορτούταιφορτώνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
αντζίαπόδια, μηροί
ατ’ςαυτής, της
γριβών’προσκολλάται, γαντζώνεται αγριφώνω<agrafer<grappa
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτανεήταν
έτονήταν
μικρίκοςμικρούλης, νεαρός, μικρόσωμος
μυξέαςμυξιάρης
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπαδάση
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
φορτούταιφορτώνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωμίαώμοι
Η τρυγόνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost