.
.
Τραγούδια του γάμου και της διασκέδασης II

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε]
και για τ’ ατέν θα ’ίνουμαι
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
και κυνηγός σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε/
Φύγον κι έλα, πουλί μ’, μετ’ εμέν]

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε]
Φοούμαι ’κι θα κλώσ̌κεται,
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
ν’ αηλί τ’ εμόν τη μάνα
[Έλα, έλα λέγω σε/
Φύγον κι έλα, πουλί μ’, μετ’ εμέν]

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
επήεν γιά ’κ’ επήεν
[Έλα, έλα λέγω σε]
Φοούμαι ερρούξεν σο νερόν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
κι άμον σ̌εκέρ’ ελύεν
[Έλα, έλα λέγω σε/
Φύγον κι έλα, πουλί μ’, μετ’ εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατέναυτήν
γιάείτε, ή ya/yā
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επήενπήγε
ερρούξενέπεσε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
φοούμαιφοβάμαι
φύγον(προστ.) φύγε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατέναυτήν
γιάείτε, ή ya/yā
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επήενπήγε
ερρούξενέπεσε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
φοούμαιφοβάμαι
φύγον(προστ.) φύγε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost