.
.
Τραγούδια του γάμου και της διασκέδασης II

Ο καρίπ’ς ο τσ̌οπάνον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σαν αρχινά να τραγωδεί
ο καρίπ’ς ο τσ̌οπάνον [όι, όι]
που ’κ’ ευρίεται σην χαράν
και που ’κι πάει σον πάλον [όι, όι]

Ατός πα με τα πρόγατα
λάσ̌κεται σα ραχ̌ία [όι, όι]
Ατός πα ντό υπόφερεν
και με τη μαναχ̌ίαν! [όι, όι]

Έναν κορίτσ’ σ’ όρωμαν ατ’
ελέπει τον τσ̌οπάνον [όι, όι]
Παρακαλεί τη μάναν ατ’
να ευτάει ατόναν πάλον [όι, όι]

Τ’ άλλο το βράδυ προσκαλεί
εκείνον σο τραπέζι [όι, όι]
Λαλούν κι έναν κεμεντζ̌ετσ̌ή
την κεμεντζ̌έν να παίζει [όι, όι]

Τσ̌οπάνε μ’, ντό γιοσμάς είσαι;
νασάν που έ͜ει σε άντραν! [όι, όι]
Άφ’ς τα κι έλα μετ’ εμέν,
τα πρόατα σ’ ’κι χάν’νταν [όι, όι]

Κι α’, μέρ’ θ’ αφήνω τ’ άκλερα μ’;
’κι γίνεται καμίαν! [όι, όι]
Αύριον έλα εύρι͜α με,
απάν’ καικά σ’ ορμία [όι, όι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
απάν’πάνω
ατόναναυτόν
ατόςαυτός
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
ελέπειβλέπει
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καμίανποτέ
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετσ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κι α’μα, ειδεμή, αλλιώς, μήπως αμή < μσν. < ἄμμε < ἀμμή < ἄν μη «αλλ’ όμως»
λαλούνβγάζουν λαλιά, καλούν, αποκαλούν, προσκαλούν, οδηγούν
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίανμοναξιά
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ορμίαρυάκια, ρεματιές
όρωμανόνειρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλον(ή πάλλον) χορός, χοροεσπερίδα ballo<βαλλίζω (=κουνώ, χορεύω)
πρόαταπρόβατα
πρόγαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τραγωδείτραγουδάει
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
απάν’πάνω
ατόναναυτόν
ατόςαυτός
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
ελέπειβλέπει
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καμίανποτέ
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετσ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κι α’μα, ειδεμή, αλλιώς, μήπως αμή < μσν. < ἄμμε < ἀμμή < ἄν μη «αλλ’ όμως»
λαλούνβγάζουν λαλιά, καλούν, αποκαλούν, προσκαλούν, οδηγούν
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίανμοναξιά
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ορμίαρυάκια, ρεματιές
όρωμανόνειρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλον(ή πάλλον) χορός, χοροεσπερίδα ballo<βαλλίζω (=κουνώ, χορεύω)
πρόαταπρόβατα
πρόγαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τραγωδείτραγουδάει
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost