.
.
Τα έμορφα

Εθάρρεσεν εμόρφυνεν

Εθάρρεσεν εμόρφυνεν
fullscreen
Εθάρρεσεν εμόρφυνεν
μετ’ ατό το λετσ̌έκι
Το εύκαιρον και το τσ̌ουβάλ’
σα ποδάρι͜α ’κι στέκει

Εσύ πέ’ ατεν ήνταν θέλτς,
«όχι» ντό έν’, ’κ’ εξέρει
Ας σ’ αρνικόν τον γάιδαρον
γάλαν εβγάλ’ και παίρει

Απέξ’ το μήλον κόκκινον,
απέσ’ έν’ σαπεμένον
Ο πρόσωπος ι-σ’ παρλαεύ’
το καρδόπο σ’ καμένον

Ανάθεμα σε, νε σεβντά,
ας σην καρδία μ’ έβγα
Τα δά̤κρυ͜α μ’ ετελέθανε,
εγώ την άκρα σ’ ’κ’ εύρα

Παίζω το κεμεντζ̌όπο μου
απάν’ σα δύο κόρδας
Εγέμ’νε αποζούλ’ γαρκόν
απάν’ σα ξένα πόρτας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκραάκρη
απάν’πάνω
απέξ’απέξω
απέσ’μέσα
αποζούλ’ξεευνουχισμένο, μτφ. κάτι το πρακτικά αδύνατο, ακατόρθωτο
αρνικόναρσενικό
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατεναυτήν
γαρκόναρσενικό μοσχάρι
έβγα(προστ.) βγες
εβγάλ’βγάλει
εγέμ’νεέγινα
εθάρρεσενεθάρρησε, πίστεψε, νόμισε
εμόρφυνενομόρφυνε
έν’είναι
ετελέθανε(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ήντανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
λετσ̌έκιγυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παρλαεύ’λάμπει, λαμποκοπά parlamak
πέ’(προστ.) πες
ποδάρι͜απόδια
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πρόσωποςπρόσωπο
σαπεμένονσαπισμένο
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκραάκρη
απάν’πάνω
απέξ’απέξω
απέσ’μέσα
αποζούλ’ξεευνουχισμένο, μτφ. κάτι το πρακτικά αδύνατο, ακατόρθωτο
αρνικόναρσενικό
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατεναυτήν
γαρκόναρσενικό μοσχάρι
έβγα(προστ.) βγες
εβγάλ’βγάλει
εγέμ’νεέγινα
εθάρρεσενεθάρρησε, πίστεψε, νόμισε
εμόρφυνενομόρφυνε
έν’είναι
ετελέθανε(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ήντανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
λετσ̌έκιγυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παρλαεύ’λάμπει, λαμποκοπά parlamak
πέ’(προστ.) πες
ποδάρι͜απόδια
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πρόσωποςπρόσωπο
σαπεμένονσαπισμένο
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
Εθάρρεσεν εμόρφυνεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost