.
.
Τα έμορφα

Αΐκον άκλερον ζωήν

Αΐκον άκλερον ζωήν
fullscreen
Τέρεν το πέραν το ραχ̌ίν
ντ’ ετσ̌όκεψεν η δείσα
Ομοι͜άζ’ με το καρδόπο σου,
σκοτία, μαύρον πίσσαν

Αδά σον κόσμον π’ έρθα εγώ,
αέραν κοπανίζω
Μετ’ εσέν την χ̌ιλιάκλερον
τη ζωή μ’ τυρα̤ννίζω

Μεσανυχτί’ θα χάμαι εγώ,
κανείς πα μ’ εγροικά ’το
Αΐκον άκλερον ζωήν,
ζατίμ αναθεμά ’το!

Τη θάλασσας τα κύματα
ανοίγ’νε έναν μνήμαν
Εσύ, κορτσόπον έμορφον,
να έ͜εις τ’ εμόν το κρίμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αΐκοντέτοιο/α
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανοίγ’νεανοίγουν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εγροικάκαταλαβαίνει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έρθαήρθα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
ζατίμεξάλλου zaten/ẕāten
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
παπάλι, επίσης, ακόμα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σκοτίασκοτάδι
τέρεν(προστ.) κοίταξε
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τυρα̤ννίζωτυραννάω, ταλαιπωρώ
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αΐκοντέτοιο/α
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανοίγ’νεανοίγουν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εγροικάκαταλαβαίνει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έρθαήρθα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
ζατίμεξάλλου zaten/ẕāten
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
παπάλι, επίσης, ακόμα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σκοτίασκοτάδι
τέρεν(προστ.) κοίταξε
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τυρα̤ννίζωτυραννάω, ταλαιπωρώ
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
Αΐκον άκλερον ζωήν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost