.
.
Πόντιος εγεννέθα

Κανείται, ψ̌η μ’

Κανείται, ψ̌η μ’
fullscreen
Τ’ εμόν τ’ αρνίν τρανύν’ και πάει,
μεσημερί’ κοιμάται
Νουνίζω ντό θα ’ίνεται,
το πόιν αθε πάει χάται!

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
αποφκακέσ’ τερώ σε
Σκάλα/Σκαμνί θα βάλω, νε αρνί μ’,
να φτάνω και φιλώ σε

Το κυπαρίσσ’ εδέβεν α’,
αΐκ’σσα πα ποϊλίσσα!
Εγκάλιαν πώς να παίρτς ατο,
να θέκ’ς κα’ και φιλείς α’;

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
αποφκακέσ’ τερώ σε
Σκάλα/Σκαμνί θα βάλω, νε αρνί μ’,
να φτάνω και φιλώ σε

Πολλά ψηλόν θα ’ίνεται
αέτσ’ άμον ντ’ ελέπω
Κι εγώ άμον αγράπιδον
σο γιάν’ αθε πώς στέκω!

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
αποφκακέσ’ τερώ σε
Σκαμνί/Σκάλα θα βάλω, νε αρνί μ’,
να φτάνω και φιλώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγράπιδονάγρια αχλαδιά
αέτσ’έτσι
αθετου/της
αΐκ’σσατέτοια
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’ίνεταιγίνεται
κα’κάτω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
μεσημερί’κατά τη διάρκεια του μεσημεριού
νουνίζωσκέφτομαι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
ποϊλίσσαψηλή boylu
πόινύψος, μπόι boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
τερώκοιτώ
τρανύν’μεγαλώνω/ει, αναθρέφω/ει τρανόω-ῶ
φιλείςφιλάς
χάταιχάνεται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγράπιδονάγρια αχλαδιά
αέτσ’έτσι
αθετου/της
αΐκ’σσατέτοια
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’ίνεταιγίνεται
κα’κάτω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
μεσημερί’κατά τη διάρκεια του μεσημεριού
νουνίζωσκέφτομαι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
ποϊλίσσαψηλή boylu
πόινύψος, μπόι boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
τερώκοιτώ
τρανύν’μεγαλώνω/ει, αναθρέφω/ει τρανόω-ῶ
φιλείςφιλάς
χάταιχάνεται
ψ̌ηψυχή
Κανείται, ψ̌η μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost