.
.
Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’

Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’

Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’
fullscreen
Έφυες και ερρώστεσα
και μαναχός επέμ’να
Ντό έγγευα τα παλαιά;
αρ’ το κακό μ’ εθέλ’να

Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’
με γεραλίν καρδίαν;
Ψευτογελώ έμπρι͜α σ’ ανθρώπ’ς
κι απέσ’ ι-μ’ καίει φωτίαν

Τα νύχτας ι-μ’ μ’ οράματα
τρανά και ’κι δι͜αβαίν’νε
Τ’ άσ̌κεμα τα οράματα
θαρρώ την ψ̌η μ’ θα παίρ’νε

Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’
με γεραλίν καρδίαν;
Ψευτογελώ έμπρι͜α σ’ ανθρώπ’ς
κι απέσ’ ι-μ’ καίει φωτίαν

Ατό το φέψιμον τ’ εσόν,
σην καρδι͜ά μ’ μαχ̌αιρέαν
Κλώστ’ κι έλα, αρνί μ’, ας ’ίνουμες
οι δύ’ σ’ έναν μερέαν

Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’
με γεραλίν καρδίαν;
Ψευτογελώ έμπρι͜α σ’ ανθρώπ’ς
κι απέσ’ ι-μ’ καίει φωτίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθρώπ’ςανθρώπους
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμαάσχημα
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
δύ’δύο
εθέλ’ναήθελα
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
επέμ’νααπόμεινα
ερρώστεσααρρώστησα
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφυεςέφυγες
’ίνουμεςγινόμαστε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μαναχόςμοναχός, μόνος
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
μερέανμεριά
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
παίρ’νεπαίρνουν
τρανάμεγάλα
φέψιμονφυγή, αναχώρηση
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθρώπ’ςανθρώπους
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμαάσχημα
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
δύ’δύο
εθέλ’ναήθελα
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
επέμ’νααπόμεινα
ερρώστεσααρρώστησα
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφυεςέφυγες
’ίνουμεςγινόμαστε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μαναχόςμοναχός, μόνος
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
μερέανμεριά
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
παίρ’νεπαίρνουν
τρανάμεγάλα
φέψιμονφυγή, αναχώρηση
ψ̌ηψυχή
Ντό να ευτάγω τη ζωή μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost