.
.
Ας σην Τραπεζούνταν σην Θεσσαλονίκην

Κορτσόπον, τα μαλλία σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κορτσόπον, τα μαλλία σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κορτσόπον, τα μαλλία σ’
ποίσον ατα ιπρισ̌ίμ
[Έλα μετ’ εμέν / Ποδεδίζω σε!]
Τύλιξ’ ατα ση γούλα μ’,
σύρεν κι έπαρε την ψ̌η μ’
[Ντό να ’ίνουμαι / Έλα μετ’ εμέν]

Ση παρχαρί’ σο δρόμον
έχω δύο σεβτι͜άδες
Τ’ έναν ζ’μών’ και μαερεύ’,
τ’ άλλο κουρεύ’ σοφράδες
[Έλα μετ’ εμέν]

♫

Ε! Παρχάρα¹ μ’, Παρχάρα μ’,
ατό τ’ εμόν η χαρά
Έπιασεν ας ση γούλα μ’,
εστάθεν η χαρχάρα μ’²

Τ’ ομμάτι͜α σ’ με τ’ ομμάτι͜α μ’
ομοι͜άζουν τ’ έναν τ’ άλλο
Άγου, ειπέ τη μάνα σ’
ας παίρουμ’ τ’ έναν τ’ άλλο

♫

Έπαρ’ το καλαθόπο σ’
ας πάμε σα διφόρι͜α
Ούλοι πάνε εντάμαν,
εμείς ας πάμε χώρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγου(προστ.) πήγαινε ἄγε
ατααυτά
γούλαλαιμός gula
διφόρι͜ακαρποί θάμνων που καρποφορούν δύο φορές μέσα σ’ ένα έτος δύο + φέρω
ειπέ(προστ.) πες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εντάμανμαζί
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπαρε(προστ.) πάρε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ζ’μών’ζυμώνει
’ίνουμαιγίνομαι
ιπρισ̌ίμμεταξόνημα, κάτι δεμένο με μεταξόνημα ibrişim/ebrīşum
καλαθόποκαλαθάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρεύ’στήνω/ει, τακτοποιώ/είς, οργανώνω/εις kurmak
μαερεύ’μαγειρεύει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
παίρουμ’παίρνουμε
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σοφράδεςχαμηλά, συνήθως στρογγυλά τραπέζια, γύρω από τα οποία κάθονται στο πάτωμα sofra/sufre
χαρχάρα(ηχομ. λέξη) ρόγχος, θορυβώδης αναπνοή
χώρι͜αχωριστά
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγου(προστ.) πήγαινε ἄγε
ατααυτά
γούλαλαιμός gula
διφόρι͜ακαρποί θάμνων που καρποφορούν δύο φορές μέσα σ’ ένα έτος δύο + φέρω
ειπέ(προστ.) πες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εντάμανμαζί
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπαρε(προστ.) πάρε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ζ’μών’ζυμώνει
’ίνουμαιγίνομαι
ιπρισ̌ίμμεταξόνημα, κάτι δεμένο με μεταξόνημα ibrişim/ebrīşum
καλαθόποκαλαθάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρεύ’στήνω/ει, τακτοποιώ/είς, οργανώνω/εις kurmak
μαερεύ’μαγειρεύει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
παίρουμ’παίρνουμε
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σοφράδεςχαμηλά, συνήθως στρογγυλά τραπέζια, γύρω από τα οποία κάθονται στο πάτωμα sofra/sufre
χαρχάρα(ηχομ. λέξη) ρόγχος, θορυβώδης αναπνοή
χώρι͜αχωριστά
ψ̌ηψυχή
Κορτσόπον, τα μαλλία σ’
Σημειώσεις
¹ Όνομα αγελάδας
² (εκφ) εστάθεν η χαρχάρα μ’: κόπηκε η αναπνοή μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost