.
.
Τα ποντιακά του Τσανάκαλη Νο3

Τεμπέλα

Τεμπέλα
fullscreen
Η μάνα όλον τσ̌αΐζ’
και την ψ̌ην ατ’ς τυρα̤ννίζ’
«Εσύ πότε θα παντρεύ’ς 
και καν’νάν ’κι θέλτς να παίρτς;»

Με τον έναν μασχαρεύ’ς
και τ’ αλλουνούς γαντουρεύ’ς
Άμα δι͜αβαίν’νε τα χρόνι͜α σ’
ατότε θα πουσ̌μανεύ’ς

Άμον τη σαλαχανού
αδά κι εκεί λάσ̌κεσαι
Τ’ οσπιτί’ σ’ τ’ απέσ’ σ̌κυλάζ’
κι εσύ λες με «’κι πειράζ’»

Με τον έναν καλατσ̌εύ’ς
και τ’ αλλουνούς γαντουρεύ’ς
Άμα δι͜αβαίν’νε τα χρόνι͜α σ’
ατότε θα πουσ̌μανεύ’ς

Οι γαμπροί όλ’ έρχουνταν
και -ν- εσέναν ψαλαφούν
Ατουνούς ξάι ’κι τερείς,
την ψ̌ην ατουν τυρα̤ννί͜εις

Με τον έναν καλατσ̌εύ’ς
και τ’ αλλουνούς γαντουρεύ’ς
Άμα δι͜αβαίν’νε τα χρόνι͜α σ’
ατότε θα πουσ̌μανεύ’ς

Όλη μέρα λάσ̌κεσαι,
εσύ ξάι ’κ’ εντρέπεσαι
Και σ’ οσπιτόπο σ’ απέσ’
ξάι ’κι συμμαζεύκεσαι

Με τον έναν καλατσ̌εύ’ς
και τ’ αλλουνούς γαντουρεύ’ς
Άμα δι͜αβαίν’νε τα χρόνι͜α σ’
ατότε θα πουσ̌μανεύ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ατότετότε
ατουντους
ατουνούςαυτούς
ατ’ςαυτής, της
γαντουρεύ’ςξεγελάς, εξαπατάς, κοροϊδεύεις kandırmak
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έρχουντανέρχονται
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μασχαρεύ’ςαστειεύεσαι, διακωμωδείς maskara/masḫara
ξάικαθόλου
όλ’όλοι/α
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παίρτςπαίρνεις
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
σαλαχανούαργόσχολη, τεμπέλα, αλήτισσα τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
σ̌κυλάζ’βρωμάει
συμμαζεύκεσαισυμμαζεύεσαι
τερείςκοιτάς
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
ψαλαφούνζητούν, αιτούνται
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ατότετότε
ατουντους
ατουνούςαυτούς
ατ’ςαυτής, της
γαντουρεύ’ςξεγελάς, εξαπατάς, κοροϊδεύεις kandırmak
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έρχουντανέρχονται
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μασχαρεύ’ςαστειεύεσαι, διακωμωδείς maskara/masḫara
ξάικαθόλου
όλ’όλοι/α
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παίρτςπαίρνεις
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
σαλαχανούαργόσχολη, τεμπέλα, αλήτισσα τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
σ̌κυλάζ’βρωμάει
συμμαζεύκεσαισυμμαζεύεσαι
τερείςκοιτάς
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
ψαλαφούνζητούν, αιτούνται
ψ̌ηνψυχή
Τεμπέλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost