.
.
Πόντος, από το χθες στο αύριο...

Μαθεμένον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μαθεμένον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσέν όντες εγάπεσα,
ας λέγω σ’ α’ πώς έτον
Απάν’ σην πόρταν έστεκες
η μέρα έξεργος έτον

Λελεύω τ’ ομματόπα σου
ντο τερούν στέρι͜α-στέρι͜α
Πουλόπο μ’, σην εγκάλια σου
κονεύ’νε περιστέρι͜α

Έμορφος είσαι, κορτσόπον,
πολλά θέλω το σόι σ’
Έκαψεν και -ν- εμάντσε με
το τσιλβελίν το πόι σ’

Εμέν και το σαρίν τ’ αρνί μ’
σ’ έναν οντάν ν’ εβάλλ’ναν
Να ’χάν’ναν τ’ ανοιγάρι͜α του
κι εμάς να ενεσπάλλ’ναν

Είμαι ψηλό ραχ̌όπουλον
ση δείσαν μαθεμένον
Απέσ’ είμαι σα μαλλόπα σ’,
αρ’ έ͜εις με συμπλεγμένον

Λελεύω τ’ ομματόπα σου
ντο τερούν στέρι͜α-στέρι͜α
Πουλόπο μ’, σην εγκάλια σου
κονεύ’νε περιστέρι͜α

Εμέν και το σαρίν τ’ αρνί μ’
σ’ έναν οντάν ν’ εβάλλ’ναν
Να ’χάν’ναν τ’ ανοιγάρι͜α του
κι εμάς να ενεσπάλλ’ναν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εβάλλ’νανέβαζαν
εγάπεσααγάπησα
εγκάλιααγκαλιά
εμάντσεμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφοςόμορφος/η
ενεσπάλλ’νανξεχνούσαν
έξεργοςαργία
έτονήταν
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μαθεμένονμαθημένη/ο
μαλλόπαμαλλάκια
ομματόπαματάκια
οντάνδωμάτιο oda
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τερούνκοιτούν
τσιλβελίνδελεαστικό, προκλητικό cilveli
’χάν’ναν(εχάν’ναν) έχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εβάλλ’νανέβαζαν
εγάπεσααγάπησα
εγκάλιααγκαλιά
εμάντσεμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφοςόμορφος/η
ενεσπάλλ’νανξεχνούσαν
έξεργοςαργία
έτονήταν
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μαθεμένονμαθημένη/ο
μαλλόπαμαλλάκια
ομματόπαματάκια
οντάνδωμάτιο oda
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τερούνκοιτούν
τσιλβελίνδελεαστικό, προκλητικό cilveli
’χάν’ναν(εχάν’ναν) έχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
Μαθεμένον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost