.
.
Τραγούδια και σκοποί του Πόντου

Κουνιχτόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κουνιχτόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα κοκκία, τα τσ̌αβδάρι͜α,
αρ’ αγού εταράγαν
Ασ’ τ’ επήγα ’τα εκεί μέρ’,
τα μὲσα μ’ εγουράγαν

Κούμπαρε μ’, τη λάμπα άψον α’,
ήντι͜αν λέγω σε άκ’σον α’
Ασ’ το ’φκάλι μ’ κι έξ’ ντ’ εδήβαν
σον δεσπότ’ αγνάεψον α’

Σο σπαλέρι σ’ αφκακέσ’
πέρδικας κακανίζ’νε
Απλώνω το χ̌ερόπο μ’,
φοούμαι λαταρίζ’νε

Έλα να ποδεδίζω,
κόκκινον πιπερόπον
Για έμπα σο χ̌ερόπο μ’,
να λελεύω σε, αρνόπο μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγνάεψον(προστ.) γνωστοποίησε, εξιστόρησε anlatmak
αγού(ιδιωμ. Όφεως) αυτόν/ή/ό, έτσι
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’από
αφκακέσ’κάτω πέρα
άψον(προστ.) άναψε
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
εγουράγανέσπασαν, διπλώθηκαν, τσακίστηκαν kırmak
εδήβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν
έμπα(προστ.) μπες
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εταράγανταράχθηκαν, ανακατεύτηκαν, αναμίχθηκαν ταράσσω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κακανίζ’νεκακαρίζουν
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
λαταρίζ’νεσαλεύουν, κινούνται ελαφρώς
λελεύωχαίρομαι
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πέρδικας(ον. πληθ.,τα) πέρδικες
πιπερόπονπιπεράκι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ̌αβδάρι͜ασίκαλη çavdar
’φκάλι(εφκάλι) (ιδιωμ. αναγραμμ.) κεφάλι
φοούμαιφοβάμαι
χ̌ερόποχεράκι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγνάεψον(προστ.) γνωστοποίησε, εξιστόρησε anlatmak
αγού(ιδιωμ. Όφεως) αυτόν/ή/ό, έτσι
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’από
αφκακέσ’κάτω πέρα
άψον(προστ.) άναψε
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
εγουράγανέσπασαν, διπλώθηκαν, τσακίστηκαν kırmak
εδήβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν
έμπα(προστ.) μπες
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εταράγανταράχθηκαν, ανακατεύτηκαν, αναμίχθηκαν ταράσσω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κακανίζ’νεκακαρίζουν
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
λαταρίζ’νεσαλεύουν, κινούνται ελαφρώς
λελεύωχαίρομαι
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πέρδικας(ον. πληθ.,τα) πέρδικες
πιπερόπονπιπεράκι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ̌αβδάρι͜ασίκαλη çavdar
’φκάλι(εφκάλι) (ιδιωμ. αναγραμμ.) κεφάλι
φοούμαιφοβάμαι
χ̌ερόποχεράκι
Κουνιχτόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost