.
.
Τραγούδια και σκοποί του Πόντου

Τικ μονόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ μονόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσ̌κέμυναν τ’ ολόερα σ’,
αρ’ έγρυναν τ’ αυλία σ’
Άλλο ’κ’ έκ’σα την καλατσ̌ή σ’,
πουλόπο μ’, τη λαλία σ’

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς άμον θάλασσα,
νασάν που κολυμπάει
ατού στ’ άσπρα τα κύματα
και στην εγάπην πάει

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς άμον θάλασσα,
τ’ οφρύδ’ καγκέλ’-καγκέλι
Εσύ θα παίρτς τ’ εμόν την ψ̌ην,
’κι θα προφτάν’νε αγγέλοι

Ατό κοιμάται αψηλά
και σ’ άσπρα τα κρεβάτι͜α
Την καρδι͜ά μ’ ετσ̌ουρούεψα
σ’ ατεινές τα σοκάκια

Πας̌ κι είσαι πολλά έμορφον,
γιά πολλά τσ̌αλιμλίσσα;
Το στούδι σ’ αγαπίεται,
μικρέσσα τρυγονίτσα μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπίεταιαγαπιέται
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεινέςαυτηνής
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
αυλίααυλές
γιάείτε, ή ya/yā
εγάπηναγάπη
έγρυναναγρίεψαν, πήραν άγρια όψη
έκ’σαάκουσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εσ̌κέμυνανασχήμαιναν
ετσ̌ουρούεψαέφθειρα, σάπισα çürümek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καγκέλ’-καγκέλιελικοειδές/ή cancellus
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλίαλαλιά, φωνή
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νασάνχαρά σε
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
οφρύδ’φρύδι
παίρτςπαίρνεις
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
προφτάν’νεπροφταίνουν
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
το στούδι σ’ αγαπίεται(εκφ.) αγαπιέται ο χαρακτήρας, το μέσα σου
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αλιμλίσσαεπιδέξια (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζα çalımlı
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπίεταιαγαπιέται
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεινέςαυτηνής
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
αυλίααυλές
γιάείτε, ή ya/yā
εγάπηναγάπη
έγρυναναγρίεψαν, πήραν άγρια όψη
έκ’σαάκουσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εσ̌κέμυνανασχήμαιναν
ετσ̌ουρούεψαέφθειρα, σάπισα çürümek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καγκέλ’-καγκέλιελικοειδές/ή cancellus
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλίαλαλιά, φωνή
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νασάνχαρά σε
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
οφρύδ’φρύδι
παίρτςπαίρνεις
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
προφτάν’νεπροφταίνουν
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
το στούδι σ’ αγαπίεται(εκφ.) αγαπιέται ο χαρακτήρας, το μέσα σου
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αλιμλίσσαεπιδέξια (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζα çalımlı
ψ̌ηνψυχή
Τικ μονόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost