.
.
Έναν εγκάλια ορώματα

Ποίος εμέν να εγροικά;

Ποίος εμέν να εγροικά;
fullscreen
Πέει με, πουλί μ’, αν χ̌αίρεσαι
όσον ντο είμες χώρι͜α
γιόξαμ’ σο ψ̌όπο σ’ κείντανε
τ’ εγάπ’ς τα μοθοπώρι͜α;

Ποίος εμέν να εγροικά;
Ποίος θα σύρ’ τον πόνον;
Τα νεότητα μ’ έφαγα
αρ’ για τ’ ατέν και μόνον

Αροθυμία σ’ έν’ γομάρ’
ση ράχ̌ι͜α μ’ φορτωμένον
Είπες με πως θα έρχ̌εσαι
κι ακόμαν αναμένω

Ποίος εμέν να εγροικά;
Ποίος θα σύρ’ τον πόνον;
Τα νεότητα μ’ έφαγα
αρ’ για τ’ ατέν και μόνον

Τα τέρτι͜α ντο εδώκες με
έχ’ ατα τιζεμένα
Μόνον ατά επέμ’νανε
σην ψ̌η μ’ συνορθι͜ασμένα

Ποίος εμέν να εγροικά;
Ποίος θα σύρ’ τον πόνον;
Τα νεότητα μ’ έφαγα
αρ’ για τ’ ατέν και μόνον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίανοσταλγία
ατάαυτά
ατααυτά
ατέναυτήν
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγάπ’ςαγάπης
εγροικάκαταλαβαίνει
εδώκεςέδωσες
είμεςείμαστε
έν’είναι
επέμ’νανεαπόμειναν
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
μοθοπώρι͜αφθινόπωρα
νεότητανιότη, νιάτα
πέει(προστ.) πες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
συνορθι͜ασμένατακτοποιημένα, διορθωμένα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιζεμένααραδιασμένα, βαλμένα στη σειρά dizmek
χώρι͜αχωριστά
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίανοσταλγία
ατάαυτά
ατααυτά
ατέναυτήν
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγάπ’ςαγάπης
εγροικάκαταλαβαίνει
εδώκεςέδωσες
είμεςείμαστε
έν’είναι
επέμ’νανεαπόμειναν
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
μοθοπώρι͜αφθινόπωρα
νεότητανιότη, νιάτα
πέει(προστ.) πες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
συνορθι͜ασμένατακτοποιημένα, διορθωμένα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιζεμένααραδιασμένα, βαλμένα στη σειρά dizmek
χώρι͜αχωριστά
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
Ποίος εμέν να εγροικά;

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost