.
.
Πόντος από γενιά σε γενιά Νο3

Τα παλαλά ντ’ ευτάω

Τα παλαλά ντ’ ευτάω
fullscreen
Τα παλαλά ντ’ ευτάω
εσύ, ξάι να μη τερείς
και σ’ αυλάκ’ ντο εντώκες
εμέν να βάλτς ’κ’ επορείς
[Ποδεδίζω σε!]

Όλιον θέλτς να παίρτς φιστάν’
και σ’ οσπίτ’ ’κ’ έχομε τάν’
Παπούτσι͜α τακουνλία
μετ’ εύκαιρον κοιλία
[Λέγω σε, γιαβρί μ’!]

Όι! Ανέντροπον κατσίν,
εγέντον άμον καμψ̌ίν
Η γλώσσα τ’ς άμον μάλα,
εφτά χωρία χαλάν’

’Κατό δράμι͜α βούτορον
και πενήντα δράμι͜α μέλ’
Το γλυκύν το φίλεμαν
έν’ απάν’ σο μεσημέρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανέντροπονξεδιάντροπο/η
απάν’πάνω
βάλτςβάζεις, τοποθετείς
βούτορονβούτυρο
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκύνγλυκιά/ό
δράμι͜αμονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
εγέντονέγινε
έν’είναι
εντώκεςχτύπησες, έκανες να
επορείςμπορείς
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έχομεέχουμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμψ̌ίνμαστίγιο kamçı
’κατόεκατό
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
μάλαμυστρί mala/māle
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξάικαθόλου
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παίρτςπαίρνεις
παλαλάτρελά, τρέλες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τακουνλίααυτά που έχουν τακούνι taccon(e)+ -li
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τερείςκοιτάς
φίλεμανφιλί
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανέντροπονξεδιάντροπο/η
απάν’πάνω
βάλτςβάζεις, τοποθετείς
βούτορονβούτυρο
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκύνγλυκιά/ό
δράμι͜αμονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
εγέντονέγινε
έν’είναι
εντώκεςχτύπησες, έκανες να
επορείςμπορείς
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έχομεέχουμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμψ̌ίνμαστίγιο kamçı
’κατόεκατό
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
μάλαμυστρί mala/māle
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξάικαθόλου
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παίρτςπαίρνεις
παλαλάτρελά, τρέλες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τακουνλίααυτά που έχουν τακούνι taccon(e)+ -li
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τερείςκοιτάς
φίλεμανφιλί
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χωρίαχωριά
Τα παλαλά ντ’ ευτάω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost