.
.
Πόντος από γενιά σε γενιά Νο3

Που καλατσ̌εύ’ σε ’κι νυστάζ’

fullscreen
Που καλατσ̌εύ’ σε ’κι νυστάζ’,
π’ ελέπ’ σε ’κι κοιμάται
Και μετ’ εσέν πη πορπατεί
ση χαμονήν πάει χάται

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε κι ολήγορα έλα!
Τη θάλασσαν στράταν ποίσον,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Δος με ας σην καρδία σ’ χαράν
και ας σα χ̌είλια σ’ γέλος
Να εβγάλω ας σην καρδία μ’
ντ’ εκάρφωσες το βέλος

Άμε, μάνα, σο χωρίον
πούλτσον τη κυρού μ’ το βίον
Πούλτσον κι έπαρ’ τα παράδες
θ’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, βιρβιλίτσ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α

Ερρώστεσα, σ’ εκκλησίας
θα πάω λειτουργούμαι
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου,
εμπορεί να λαρούμαι

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε κι ολήγορα έλα!
Τη θάλασσαν στράταν ποίσον,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βιρβιλίτσ̌ι͜αμπιχλιμπίδια
γέλοςγέλιο, περίγελος
δοςδώσε
εβγάλωβγάλω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμπορείυπάρχει η πιθανότητα να συμβεί κάτι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ερρώστεσααρρώστησα
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυρούπατέρα
λαρούμαιγιατρεύομαι, θεραπεύομαι
λειτουργούμαιπαρακολουθώ λειτουργία της εκκλησίας
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολήγοραγρήγορα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πηπου
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατείπερπατάει
πούλτσον(προστ.) πούλησε
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βιρβιλίτσ̌ι͜αμπιχλιμπίδια
γέλοςγέλιο, περίγελος
δοςδώσε
εβγάλωβγάλω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμπορείυπάρχει η πιθανότητα να συμβεί κάτι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ερρώστεσααρρώστησα
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυρούπατέρα
λαρούμαιγιατρεύομαι, θεραπεύομαι
λειτουργούμαιπαρακολουθώ λειτουργία της εκκλησίας
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολήγοραγρήγορα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πηπου
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατείπερπατάει
πούλτσον(προστ.) πούλησε
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost