.
.
Εγώ γουρπάνι σ’ ’ίνουμαι

Λεγνή, λεγνέσσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Λεγνή, λεγνέσσα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το πόι σ’ έν’ λεγνίτσ̌ικον
[Λεγνή, πολλά λεγνέσσα]
ίσον άμον ιτέαν
[Πώς κοιμάσαι μαναχέσσα;]
Τ’ ομμάτα̤ σ’ καίνε τον Πασ̌ά,
[Λεγνή, πολλά λεγνέσσα]
τ’ οφρύδι͜α σ’ βασιλέαν
[Πώς κοιμάσαι μαναχέσσα;]

Λεγνή, λεγνή, λεγνέσσα,
πώς είσαι ορφανέσσα;
Τερώ σε -ν- και πονώ σε -ν- [ψ̌η μ’]
πως είσαι μαναχέσσα

Ψιλίτσ̌ικον, λεγνίτσ̌ικον,
ση βούρα μ’ απέσ’ χάσαι
Φιλώ, φιλώ ως το πρωί,
’κι αφήνω να κοιμάσαι

Το πόι σ’ έν’ λεγνόμακρον
άμον ιτέα ίσον
Τα κέφι͜α σ’ όλα έχτ’σα τα
έναν τ’ εμόν πα ποίσον

Λεγνή, λεγνή, λεγνέσσα,
πώς είσαι ορφανέσσα;
Τερώ σε -ν- και πονώ σε -ν- [ψ̌η μ’]
πως είσαι μαναχέσσα/
ντο κείσαι μαναχέσσα

Μικρίτσ̌ικον, λεγνίτσ̌ικον,
λαφρέσσα πέντε δράμα̤
Βουτούρτα ξάι ’κι φάζ’νε σε
ποτίζ’νε σε -ν- τα τάνα̤

Και τ’ ομματί’ σ’ το τέρεμαν
[Λεγνή, πολλά λεγνέσσα]
θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλι μ’
[Πώς κοιμάσαι μαναχέσσα;]

Λεγνή, λεγνή, λεγνή,
λεγνή κι άμον τσατσίν
Ο χρόνος δώκεκα μήνας,
συ στούδι͜α και πετσίν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
βούραχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
βουτούρταβούτυρα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έχτ’σαέχτισα
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαφρέσσαελαφριά, μτφ. χαζούλα
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνίτσ̌ικονλιγνούτσικο
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μαναχέσσαμονάχη
μήνας(τα) μήνες
μικρίτσ̌ικονμικρούλικο
ξάικαθόλου
ομμάτα̤μάτια
ομματί’ματιού
ορφανέσσαορφανή
οφρύδι͜αφρύδια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πασ̌άπασά (βαθμός ή τίτλος τιμητικός ανώτατου πολιτικού ή στρατιωτικού επί Οθωμ. Αυτοκρατορίας), (καθομ.) άρχοντα, τιμητική προσφώνηση μεγαλύτερου αδελφού paşa
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τάνα̤(πληθ. του τάν’) το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τερώκοιτώ
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
φάζ’νεταΐζουν
χάσαιχάνεσαι
ψ̌ηψυχή
ψιλίτσ̌ικονπολύ ψιλό, μικρούλικο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
βούραχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
βουτούρταβούτυρα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έχτ’σαέχτισα
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαφρέσσαελαφριά, μτφ. χαζούλα
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνίτσ̌ικονλιγνούτσικο
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μαναχέσσαμονάχη
μήνας(τα) μήνες
μικρίτσ̌ικονμικρούλικο
ξάικαθόλου
ομμάτα̤μάτια
ομματί’ματιού
ορφανέσσαορφανή
οφρύδι͜αφρύδια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πασ̌άπασά (βαθμός ή τίτλος τιμητικός ανώτατου πολιτικού ή στρατιωτικού επί Οθωμ. Αυτοκρατορίας), (καθομ.) άρχοντα, τιμητική προσφώνηση μεγαλύτερου αδελφού paşa
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τάνα̤(πληθ. του τάν’) το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τερώκοιτώ
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
φάζ’νεταΐζουν
χάσαιχάνεσαι
ψ̌ηψυχή
ψιλίτσ̌ικονπολύ ψιλό, μικρούλικο
Λεγνή, λεγνέσσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost