.
.
Εγώ γουρπάνι σ’ ’ίνουμαι

Μονόγιαννες

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μονόγιαννες
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες
ο μαναχόν ο Γιάννες
Ο Γιάννες επεπίρνιξεν
και σο πεγάδ’ επήεν

Εντώκεν και τη μαστραπάν,
εγνέφιξεν ο δράκον
Εξέβεν δράκος άγγελος
και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν

-Καλώς, καλώς το πρόγευμα μ’,
καλώς το δελινάρι μ’!
Καλώς ντο τρώγω και πίνω,
κι επεκεί πάω κοιμούμαι

Άφ’σον με, Δράκο, άφ’σον με
και ακόμα πέντ’ ημέρας
Να πάω ελέπω τ’ εμετέρτς
κι επεκεί έρχουμαι, φά’ με
Να πάω ελέπω [και] τα ορφανά μ’
έρχουμαι, Δράκε μ’, φά’ με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άφ’σον(προστ.) άφησε
δελινάριδείπνο
εγνέφιξενξύπνησε
ελέπωβλέπω
εμετέρτςημέτερους, δικούς μου (ανθρώπους) ἡμέτερος
εντώκενχτύπησε
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεπίρνιξενσηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο
επήενπήγε
έρχουμαιέρχομαι
κοιμούμαικοιμάμαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
πεγάδ’βρύση
φά’(προστ.) φάε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άφ’σον(προστ.) άφησε
δελινάριδείπνο
εγνέφιξενξύπνησε
ελέπωβλέπω
εμετέρτςημέτερους, δικούς μου (ανθρώπους) ἡμέτερος
εντώκενχτύπησε
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεπίρνιξενσηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο
επήενπήγε
έρχουμαιέρχομαι
κοιμούμαικοιμάμαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
πεγάδ’βρύση
φά’(προστ.) φάε
Μονόγιαννες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost