.
.
Εγώ γουρπάνι σ’ ’ίνουμαι

Λαμνίν παίρω

Λαμνίν παίρω
fullscreen
Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’
σην καρδι͜ά μ’ μαχ̌αιρέαν
Κι άμον εκείνο το δεντρόν
ντο τρώει αξιναρέαν

Λαμνίν παίρω και κόφτ’ ατο
τη καρδι͜άς ι-μ’ τη φλέβαν
αν εγροικώ το τέρεμα σ’,
αρνί μ’, πως έτον ψέμαν

Εγώ, αρνί μ’, εκρέμιζα
με το τακάτι μ’ κάστρα
Πώς εταράγα ας ση ματί’ σ’,
πουλόπο μ’, τη δελι͜άστρα;

Αρνί μ’, απέσ’ σο τέρεμα σ’
τέρεν μη κρύφτς το ψέμαν
Παίρω λαμνίν και κόφτ’ ατο
τη καρδι͜άς ι-μ’ τη φλέβαν

Εσάρεψεν τ’ ολόερα μ’
ατό η εμορφία σ’
κι ατά τ’ ακριβοζελευτά
τα χ̌είλι͜α σ’ και τα ψ̌ήα σ’

Λαμνίν παίρω και κόφτ’ ατο
τη καρδι͜άς ι-μ’ τη φλέβαν
αν εγροικώ το τέρεμα σ’,
αρνί μ’, πως έτον ψέμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αξιναρέαναξιναριά, χτύπημα με αξίνα
απέσ’μέσα
ατάαυτά
δελι͜άστρααυτή που περιπλέκει τα πράγματα, ανακατώστρα θηλιάζω<θῆλυς
εγροικώκαταλαβαίνω
εκρέμιζαγκρέμιζα
εμορφίαομορφιά
εσάρεψεντύλιξε, περικύκλωσε, άρεσε sarmak
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
έτονήταν
κόφτ’κόβει
κρύφτςκρύβεις
λαμνίνλεπτό μαχαιράκι, λεπίδα μαχαιριού, ο λοβός των φασολιών και των όμοιων καρπών που βρίσκονται σε λοβό, λεπτή φέτα ψωμιού, μήλου και των ίδιων, ο επιμήκης σωρός σιταριού στο αλώνι που διαχωρίζεται από τα άχυρα μέσω του λιχνίσματος
ματί’ματιού
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
ολόεραολόγυρα
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
παίρωπαίρνω
πουλόποπουλάκι
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τέρεμαβλέμμα
τέρεν(προστ.) κοίταξε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αξιναρέαναξιναριά, χτύπημα με αξίνα
απέσ’μέσα
ατάαυτά
δελι͜άστρααυτή που περιπλέκει τα πράγματα, ανακατώστρα θηλιάζω<θῆλυς
εγροικώκαταλαβαίνω
εκρέμιζαγκρέμιζα
εμορφίαομορφιά
εσάρεψεντύλιξε, περικύκλωσε, άρεσε sarmak
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
έτονήταν
κόφτ’κόβει
κρύφτςκρύβεις
λαμνίνλεπτό μαχαιράκι, λεπίδα μαχαιριού, ο λοβός των φασολιών και των όμοιων καρπών που βρίσκονται σε λοβό, λεπτή φέτα ψωμιού, μήλου και των ίδιων, ο επιμήκης σωρός σιταριού στο αλώνι που διαχωρίζεται από τα άχυρα μέσω του λιχνίσματος
ματί’ματιού
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
ολόεραολόγυρα
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
παίρωπαίρνω
πουλόποπουλάκι
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τέρεμαβλέμμα
τέρεν(προστ.) κοίταξε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Λαμνίν παίρω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost