.
.
Εγώ γουρπάνι σ’ ’ίνουμαι

Ανάθεμα σε, νε ζωή

Ανάθεμα σε, νε ζωή
fullscreen
Ε! Φίλε μ’, ντό θα ’ίνεται
μ’ αβούτ’ την κοινωνία,
που ξενιτεύκουν οι ανθρώπ’
να ευρήκ’νε έναν δουλείαν;

Ξενιτεμέν’ και πρόσφυγες
γομάτα τα παπόρα̤
Και -ν- ας σον τόπο σ’ σα μακρά
θα είσαι πάντα χώρα̤

Φαρμάκια εγόμωσαν την γην
κι αρρώστιας τον κόσμον
Πώς θα χάται και το κακόν,
πώς θα λαρών’¹ ο πόνον;

Η γη ’κι σούται ας σ’ ανθρώπ’ς
και νέ η κοινωνία
Φίλε μ’, μανάχα ας σον Θεόν
θα έρ’ται η σωτηρία

Ανάθεμα σε, νε ζωή,
ντο σύρτς την αδικίαν
Σα δύο ντό εχώρισες
αβούτ’ την κοινωνίαν;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
ανθρώπ’άνθρωποι
ανθρώπ’ςανθρώπους
αρρώστιας(πληθ. τα) αρρώστιες
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γομάταγεμάτα
δουλείανδουλειά
εγόμωσανγέμισαν
έρ’ταιέρχεται
ευρήκ’νεβρίσκουν
’ίνεταιγίνεται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανάχα(επιρρ.) μονάχα
νέούτε ne
παπόρα̤βαπόρια, καράβια vapore
σούταισώνεται
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
χάταιχάνεται
χώρα̤χώρια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
ανθρώπ’άνθρωποι
ανθρώπ’ςανθρώπους
αρρώστιας(πληθ. τα) αρρώστιες
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γομάταγεμάτα
δουλείανδουλειά
εγόμωσανγέμισαν
έρ’ταιέρχεται
ευρήκ’νεβρίσκουν
’ίνεταιγίνεται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανάχα(επιρρ.) μονάχα
νέούτε ne
παπόρα̤βαπόρια, καράβια vapore
σούταισώνεται
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
χάταιχάνεται
χώρα̤χώρια
Ανάθεμα σε, νε ζωή
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη η χρήση του «λαρούται»=γιατρεύεται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost