.
.
Παρχαρί’ ευωδίας

Εψόφεσαν τα πρόατα μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εψόφεσαν τα πρόατα μ’,
θα πουλώ το τσ̌ατίρι μ’
Ατέ η τρυγονίτσα μου
’κ’ εξέρ’ το μεκατίρι μ’

Ανάθεμα το διάταγμα σ’
και την στράταν ντο δείκ’ς με
Πουλί μ’ θα έρ’ται ένας καιρός
θα αραεύ’ς, ’κι θα ευρήκ’ς με

Αρ’ άντρας ι-σ’ του σ̌κύλ’ ο γιον
’κ’ εξέρ’ το μεκατίρι σ’
Πώς ταγιανίζ’ το ψ̌όπον ατ’
και χαλάν’ το χατίρι σ’;

Το μεκατίρι μ’ να έξερες
κι εσάευες με ολίγον
Άμον εσέν ’κι θ’ έτονε
αρ’ άλλεν σο χωρίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατέαυτή
δείκ’ςδείχνεις, καταδεικνύεις
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έξερεςήξερες
έρ’ταιέρχεται
εσάευεςυπολόγιζες, εκτιμούσες, λογάριαζες saymak
έτονεήταν
ευρήκ’ςβρίσκεις
εψόφεσανψόφησαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ολίγονλίγο
πρόαταπρόβατα
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ατίρισκηνή, φτωχικό προχειροφτιαγμένο σπιτάκι çadır/çāder < çhattra छत्त्र
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατέαυτή
δείκ’ςδείχνεις, καταδεικνύεις
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έξερεςήξερες
έρ’ταιέρχεται
εσάευεςυπολόγιζες, εκτιμούσες, λογάριαζες saymak
έτονεήταν
ευρήκ’ςβρίσκεις
εψόφεσανψόφησαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ολίγονλίγο
πρόαταπρόβατα
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ατίρισκηνή, φτωχικό προχειροφτιαγμένο σπιτάκι çadır/çāder < çhattra छत्त्र
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost