.
.
Παρχαρί’ ευωδίας

Ανάθεμά τον που ’κ’ εξέρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ανάθεμά ’τον που ’κ’ εξέρ’
και πάει κατηγορά με
’Κ’ εξέρ’ ας σα τερτόπα μου
για να παρηγορά με

Καΐρεψον με, νε πουτσή,
Θεού πλάσμαν αν είσαι
Πας̌ κι εγεννέθα για τ’ εσέν
πάντα να τυρα̤ννί͜εις με;

Τσούνας κουτάβ’, εποίκες με
αρ’ άμον ράμμαν νήμαν
Και ’κ’ είπες θανατών’ ατον,
ποίος θα έχ̌’ το κρίμαν;

Παλαλώντς τα παλληκάρι͜α,
τονατεύ’ς την εγκάλια σ’
Ντό λες και βασανί͜εις ατα
τα νόστιμα τα κάλλια σ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
βασανί͜ειςβασανίζεις
εγεννέθαγεννήθηκα
εγκάλιααγκαλιά
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
κάλλιακάλλη
παλαλώντςτρελαίνεις
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τοναυτόν
τονατεύ’ςδιακοσμείς, στολίζεις, (για τραπέζι) στρώνεις μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζεις donatmak
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
βασανί͜ειςβασανίζεις
εγεννέθαγεννήθηκα
εγκάλιααγκαλιά
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
κάλλιακάλλη
παλαλώντςτρελαίνεις
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τοναυτόν
τονατεύ’ςδιακοσμείς, στολίζεις, (για τραπέζι) στρώνεις μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζεις donatmak
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost