.
.
Παρχαρί’ ευωδίας

Θα ευτάω έναν σεβνταλούκ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Θα ευτάω έναν σεβτι͜αλούκ’
αδά σα σιμοχώρι͜α
Θα κουβαλώ και φάζ’ ατο
αγρόμηλα και μόρι͜α

Αηλί εμέν ντο έπαθα
κι άλλα πρέπ’ να παθάνω
Το ταπιέτ’ τ’ς απ’ εμπροστά
έπρεπε να μαθάνω

Αρ’ τ’ άγρι͜α τα μεσάνυχτα
κελαηδούνε τ’ αηδόνια
Ακού’ ατα και χάν’ντανε
τη καρδι͜άς ι-μ’ τα πόνια

Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’
εμέν θα παλαλών’ με
Γιατρός ’κι θα ευρίεται
σον κόσμον να λαρών’ με

Νασάν εσάς, ψηλά ραχ̌ι͜ά
με τ’ άγρι͜α τα πουλία
Κελαηδούνε μεσανυχτί’
και χ̌αίρεται η καρδία μ’

Αηλί εμέν, αηλί κι εσέν,
ν’ αηλί τσοι δύ’ς εντάμαν
Οφέτος αν ’κι χ̌αίρουμες
του χρόν’ να μ’ επροφτάνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρόμηλαάγρια μήλα
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
δύ’ςδύο
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εντάμανμαζί
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μαθάνωμαθαίνω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μόρι͜αβατόμουρα μόρον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οφέτοςφέτος
παθάνωπαθαίνω
παλαλών’τρελαίνει
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πρέπ’ταιριάζει/ω
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβτι͜αλούκ’έρωτας sevdalık
σιμοχώρι͜αγειτονικά/κοντινά χωριά
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσοιτους/τις
φάζ’ταΐζω/ει
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
χάν’ντανεχάνονται, διώχνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρόμηλαάγρια μήλα
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
δύ’ςδύο
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εντάμανμαζί
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μαθάνωμαθαίνω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μόρι͜αβατόμουρα μόρον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οφέτοςφέτος
παθάνωπαθαίνω
παλαλών’τρελαίνει
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πρέπ’ταιριάζει/ω
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβτι͜αλούκ’έρωτας sevdalık
σιμοχώρι͜αγειτονικά/κοντινά χωριά
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσοιτους/τις
φάζ’ταΐζω/ει
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
χάν’ντανεχάνονται, διώχνονται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost