.
.
Παρχαρί’ ευωδίας

Τ’ αρνόπο μ’ εχολίασα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Νέ έναν φίλεμαν δί’ς με,
νέ σην εγκάλια σ’ παίρτς με
Αναμέντς με ν’ αποθάνω,
να κάθεσαι και κλαις με

Εμέναν εχολίασες
με τ’ ουδέ και τιδέν -ι
Απ’ ετώρα ντ’ ευτάς όλια
είναι αρ’ νεφιλέν -ι

Τ’ αρνόπο μ’ εχολίασα,
’κι ρούζ’ με κοινωνίαν
Παράδεισος ’κι παίρ’ με απέσ’,
τρανόν η αμαρτία μ’

Και ντ’ έπαθες, αρνόπο μου,
λιβώντς κι απολιβώνεις
Άνοιξον τ’ εγκαλιόπο σου
κι εμέν μη φαρμακώνεις

Μανουσ̌άκια την άνοιξην
στολίζ’νε τα παρχάρι͜α
Το γλυκύν το τραγώδεμα σ’
μαραίν’ τα παλληκάρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναμέντςπεριμένεις
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
απολιβώνειςξεσυννεφιάζεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ετώρατώρα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εχολίασαθύμωσα, αγανάκτησα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιβώντςσυννεφιάζεις λίβος<λείβω
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
νέούτε ne
νεφιλένμάταιο/α, ανώφελο/α nafile/nāfile
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
παίρτςπαίρνεις
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
στολίζ’νεστολίζουν
τιδέντίποτα
τραγώδεματραγούδισμα
φίλεμανφιλί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναμέντςπεριμένεις
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
απολιβώνειςξεσυννεφιάζεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ετώρατώρα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εχολίασαθύμωσα, αγανάκτησα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιβώντςσυννεφιάζεις λίβος<λείβω
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
νέούτε ne
νεφιλένμάταιο/α, ανώφελο/α nafile/nāfile
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
παίρτςπαίρνεις
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
στολίζ’νεστολίζουν
τιδέντίποτα
τραγώδεματραγούδισμα
φίλεμανφιλί

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost