.
.
Γιώργος Κεσίδης Νο3

Το κωδών’

Το κωδών’
fullscreen
Όντες κρούει, μάνα μ’, το κωδών’
το καντηλόπο μ’ άψον
(Αρ’) Όντες κρούγω κι εγώ σο νου σ’,
κάθκα σον τάφο μ’ κλάψον

Ορφανίγα, ορφανίγα
ας σον κύρη κι ας ση μάνα μ’
Ορφανία -ν- ετυλίεν
ση γούλα μ’ άμον ράμμαν

Ν’ αηλί εμέν και βάι εμέν,
οφέτος θ’ αποθάνω
Τα έμορφα, χ̌ιλέμορφα,
πουλόπο μ’, πώς θα χάνω!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
άψον(προστ.) άναψε
γούλαλαιμός gula
έμορφαόμορφα
ετυλίεντυλίχθηκε
κάθκα(προστ.) κάθισε
καντηλόποκαντηλάκι
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρούγωχτυπώ κρούω
κρούειχτυπάει κρούω
κωδών’κουδούνι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
οφέτοςφέτος
πουλόποπουλάκι
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
άψον(προστ.) άναψε
γούλαλαιμός gula
έμορφαόμορφα
ετυλίεντυλίχθηκε
κάθκα(προστ.) κάθισε
καντηλόποκαντηλάκι
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρούγωχτυπώ κρούω
κρούειχτυπάει κρούω
κωδών’κουδούνι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
οφέτοςφέτος
πουλόποπουλάκι
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
Το κωδών’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost