.
.
Ακρίτας όντας έλαμνεν

Τα ραχ̌ι͜ά

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τα ραχ̌ι͜ά
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ντ’ έπαθαν τα ψηλά ραχ̌ι͜ά;
Ντ’ έχ’νε κι αναστενάζ’νε; [νέι]
Ούτε ο κρύον επάτεσεν,
ούτε χ̌ι͜όνι͜α -ν- εφάνθαν [νέι]
Γιάμ’ έρχουνταν’ Σαρακηνοί;
Ν’ αηλί την Ρωμανίαν! [νέι]

Κι αν έν’ ο Δούκας άρχοντας,
φουσάτα τραγωδούνε [νέι]
Άμον ντ’ ομοι͜άζ’ ούτε χ̌ειμός,
ούτε κρυάδας είναι [νέι]
Σαρακενοί ’κι φαίν’ντανε
κι ούτε κοκκινοφόροι [νέι]

Ούτε του Δούκα τ’ άρχοντα
φουσάτα κατεβαίν’νε [νε]
Εκείνα τα ψηλά ραχ̌ι͜ά,
ντό έχ’νε κι ανταρι͜άζ’νε; [νέι]
Ο Χάρον έρθεν [αρ’] και δι͜αβαίν’
με τ’ εκεινού τ’ ασκέρι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασκέρισώμα στρατού, συνεκδ. η στρατιωτική θητεία asker/ʿasker
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
έν’είναι
επάτεσενπάτησε
έρθενήρθε
εφάνθανφάνηκαν, εμφανίστηκαν
έχ’νεέχουνε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τραγωδούνετραγουδάνε
φαίν’ντανεφαίνονται
φουσάταασκέρια, μονάδες στρατού fossatum=«στρατόπεδο, τάφρος»
χ̌ειμόςχειμώνας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασκέρισώμα στρατού, συνεκδ. η στρατιωτική θητεία asker/ʿasker
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
έν’είναι
επάτεσενπάτησε
έρθενήρθε
εφάνθανφάνηκαν, εμφανίστηκαν
έχ’νεέχουνε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τραγωδούνετραγουδάνε
φαίν’ντανεφαίνονται
φουσάταασκέρια, μονάδες στρατού fossatum=«στρατόπεδο, τάφρος»
χ̌ειμόςχειμώνας
Τα ραχ̌ι͜ά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost