.
.
Ακρίτας όντας έλαμνεν

Του ήλ’ το κάστρον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Του ήλ’ το κάστρον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Όλια τα κάστρα είδα
κι όλια γύρισα
Κι άμον του ήλ’ το κάστρον,
κάστρον ’κ’ έτονε
Σεράντα πόρτας είχ̌εν
κι όλια σίδερα
κι εξήντα παραθύρι͜α
κι όλια χάλκινα

Και του γιαλού η πόρτα
έτον μάλαμαν
Τούρκος το τριγυρίζει,
χρόνους δώδεκα
Μήδ’ επορεί να παίρει,
μήδ’ αφήνει͜ ατο

Κι ένας μικρός τουρκίτσος,
ρωμιογύριστος,
ρόκαν και ροκοτσούπιν
βάλ’ σα μὲσα του,
αδράχτιν και σποντύλιν
παίρ’ σα χ̌έρι͜α του
Μαξιλαρίτσαν βάλει
κι εμπροζώσ̌κεται
και έντονε γυναίκα,
βαριασμένισσα

Το κάστρον τριγυλίζει
και μοιρολογά:
-Άνοιξον, πόρτα μ’,
άνοιξον, καστρόπορτα!
Άνοιξον ας εμπαίνω,
Τούρκοι διώχ’νε με!

Ν’ αηλί εμέν την μαύσσα,
την χ̌ιλιάκλερον
και πού να παιδοποιγώ,
χ̌ειμωγκόντς καιρόν;

Άνοιξον, πόρτα μ’,
άνοιξον καστρόπορτα
Άνοιξον ας εμπαίνω,
Τούρκοι διώχ’νε με

Το κάστρον τριγυρίζει
και μοιρολογά
κι η κόρ’ απέσ’ ακούει
και καρδοπονά

-Κι απόθεν εμπαίν’ ο ήλιον,
έμπα απέσ’ κι εσύ
Κι απόθεν εβγαίν’ ο φέγγον,
έβγα έξ’ κι εσύ

Κι άμον ντ’ ανοί͜ει η πόρτα,
χ̌ίλι͜οι έτρεξαν
κι άμον ντ’ εκαλενοίεν,
μύριοι έτρεξαν
Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζ’νε
κι άλλοι τα φλουριά
Κι από το παραθύρι
η κόρ’ επήδεσεν,
σε παλληκάρ’ εγκάλιαν
ψυχομάχ̌ησεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειανοίγει
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρπάζ’νεαρπάζουν
βαριασμένισσαέγκυος
διώχ’νεδιώχνουν
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίν’βγαίνει
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εκαλενοίενάνοιξε καλά/διάπλατα
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίν’μπαίνει
εμπαίνωμπαίνω
έντονεέγινε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επορείμπορεί
έτονήταν
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μάλαμανο χρυσός
μὲσα(τα) η μέση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ροκοτσούπιντο ξύλο της ρόκας
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
σποντύλινσπόνδυλος του αδραχτιού
τριγυλίζειτριγυρίζει, περιτριγυρίζει
φέγγονφεγγάρι
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειανοίγει
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρπάζ’νεαρπάζουν
βαριασμένισσαέγκυος
διώχ’νεδιώχνουν
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίν’βγαίνει
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εκαλενοίενάνοιξε καλά/διάπλατα
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίν’μπαίνει
εμπαίνωμπαίνω
έντονεέγινε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επορείμπορεί
έτονήταν
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μάλαμανο χρυσός
μὲσα(τα) η μέση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ροκοτσούπιντο ξύλο της ρόκας
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
σποντύλινσπόνδυλος του αδραχτιού
τριγυλίζειτριγυρίζει, περιτριγυρίζει
φέγγονφεγγάρι
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
Του ήλ’ το κάστρον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost