.
.
Πόντος | Δικαίωμα στη μνήμη

Ο Πυλορώφ εκούιζεν

Ο Πυλορώφ εκούιζεν
fullscreen
Ετέρεσα, ετέρεσα,
ας σ’ αραλούκ’ τη πόρτας
Ο Πυλορώφ εκούιζεν
«γοσ̌έψτεν τ’ αραπάδας»

Αδά -ν- ακούς κλαψίματα,
ακεί μοιρολογ̆ίας
Σο Γαρς και σο Σαρίκαμις,
βαρκίγματα, λαλίας

Ο Πυλορώφ εκούιξεν:
«γοσ̌έψτεν τ’ αραπάδας»
Έχ̌’ κι έρχουντανε οι Τουρκάντ’
σπάζ’νε μωρά, νυφάδες

Αδά -ν- ακούς κλαψίματα,
ακεί μοιρολογ̆ίας
Σο Γαρς και σο Σαρίκαμις,
βαρκίγματα, λαλίας

Ο Πυλορώφ εκούιξεν:
«τ’ αραπάδας γοσ̌έψτεν!
Μη κλαίτε και μη θλίφκουστιν,
τα σπαθία ζωστέστεν»

Αδά -ν- ακούς κλαψίματα,
ακεί μοιρολογ̆ίας
Σο Γαρς και σο Σαρίκαμις,
βαρκίγματα, λαλίας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ακείεκεί
αραλούκ’χαραμάδα, κενό aralık
αραπάδαςάμαξες araba
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βαρκίγματακραυγές, θρήνοι
γοσ̌έψτεν(προστ.) ζέψτε koşmak
εκούιζενφώναζε, λαλούσε, καλούσε κπ ονομαστικά
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έρχουντανεέρχονται
ετέρεσακοίταξα
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουντανεείναι στον ερχομό
ζωστέστεν(προστ.) ζωστείτε ζώννυμι
θλίφκουστινθλίβεστε
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
νυφάδεςνύφες
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σπάζ’νεσφάζουνε
σπαθίασπαθιά
τουρκάντ’Τούρκοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ακείεκεί
αραλούκ’χαραμάδα, κενό aralık
αραπάδαςάμαξες araba
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βαρκίγματακραυγές, θρήνοι
γοσ̌έψτεν(προστ.) ζέψτε koşmak
εκούιζενφώναζε, λαλούσε, καλούσε κπ ονομαστικά
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έρχουντανεέρχονται
ετέρεσακοίταξα
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουντανεείναι στον ερχομό
ζωστέστεν(προστ.) ζωστείτε ζώννυμι
θλίφκουστινθλίβεστε
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
νυφάδεςνύφες
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σπάζ’νεσφάζουνε
σπαθίασπαθιά
τουρκάντ’Τούρκοι
Ο Πυλορώφ εκούιζεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost