.
.
Γενοκτονία-Μνήμες-Ξεριζωμός

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ
fullscreen
Σα σόια μ’ το γαλπάχ’ κρατεί
’ς ση Φάτσαν¹ Κοτύωρων
Υστερνά ας σ’ Αργυρούπολης
και ’ς ση Ζάρας² τον τόπον

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ³
τ’ Απές̌ το δεκατρία
Ετράνυνα σην Βάγκενα⁴
και σην Μακεδονίαν
Άκ’σον το πονολάλεμαν
τη γέρονος τραγωδία

«Πόντιο» όνταν κουίζ’νε με
άμον τεβόρ’ ψηλώνω
Καυχ̌αίνουμαι έν’ έπαινος,
για τ’ ατό καμαρώνω

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ
τ’ Απές̌ το δεκατρία
Ετράνυνα σην Βάγκενα
και σην Μακεδονίαν
Άκ’σον το πονολάλεμαν
τη γέρονος τραγωδία

Του Πόντου τ’ Άγια χώματα,
αροθυμώ, τσ̌ινίζω
Ρούζω αμὰν σα γόνατα μ’,
μοιρολογώ, βαρκίζω

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ
τ’ Απές̌ το δεκατρία
Ετράνυνα σην Βάγκενα
και σην Μακεδονίαν
Άκ’σον το πονολάλεμαν
τη γέρονος τραγωδία

Τη χαμονής⁵ ξεριζωμού
ξαν σο πετσί μ’ θα σύρ’ α’
Γεράν τρανόν σην καρδία μ’
ατό τ’ εμόν η μοίρα

’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ
τ’ Απές̌ το δεκατρία
Ετράνυνα σην Βάγκενα
και σην Μακεδονίαν
Άκ’σον το πονολάλεμαν
τη γέρονος τραγωδία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμώνοσταλγώ
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βαρκίζωκραυγάζω, θρηνώ γοερά
γαλπάχ’είδος καπέλου της εποχής, σκούφια kalpak
’γεννέθα(εγεννέθα) γεννήθηκα
γεράνπληγή, τραύμα yara
γέρονοςγέρου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
καυχ̌αίνουμαικαυχιέμαι
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
ξανπάλι, ξανά
όντανόταν
ρούζωπέφτω, ρίπτω
’ς(ας) από
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τεβόρ’έλατο tevir=είδος λεύκας
τραγωδίατραγούδι
τσ̌ινίζωκλαίω σιωπηλά
υστερνάκατοπινά, τελευταία
χαμονήςχαμού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμώνοσταλγώ
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βαρκίζωκραυγάζω, θρηνώ γοερά
γαλπάχ’είδος καπέλου της εποχής, σκούφια kalpak
’γεννέθα(εγεννέθα) γεννήθηκα
γεράνπληγή, τραύμα yara
γέρονοςγέρου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
καυχ̌αίνουμαικαυχιέμαι
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
ξανπάλι, ξανά
όντανόταν
ρούζωπέφτω, ρίπτω
’ς(ας) από
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τεβόρ’έλατο tevir=είδος λεύκας
τραγωδίατραγούδι
τσ̌ινίζωκλαίω σιωπηλά
υστερνάκατοπινά, τελευταία
χαμονήςχαμού
’Γεννέθα σο Τσ̌αμλή-Καλέ
Σημειώσεις
¹ Παραλιακή πόλη μεταξύ Οινόης και Κοτυώρων. Είχε πληθυσμό 2.000 - 2.500 κατοίκων,Έλληνες, Τούρκοι και Αρμένιοι. Τα μέλη της ελληνικής κοινότητας κατάγονταν από την Αργυρούπολη, την Οινόη, τα Κοτύωρα, την Τοκάτη κ.λπ. και ήταν όλοι ελληνόφωνοι. Η Φάτσα αποτελούσε αγροτικό κέντρο των χωριών της ευρύτερης περιοχής, αλλά και κέντρο εξαγωγικού εμπορίου.
² (σημ. Zara) Πόλη της σημερινής επαρχίας Σεβάστειας του Πόντου.
³ (Çamlıkale) Χωριό της Νικόπολης του Πόντου
⁴ (γνωστή και ως Βίγγενη ή Βάγγιανη) Παλιά ονομασία του χωριού Σεβαστιανά Πέλλας.
⁵ Στο ένθετο του άλμπουμ αναγράφεται ως «τοι χαμονοίς» και επεξηγείται ως «τις απώλειες», το οποίο αποτελεί αδόκιμο τύπο αντί του ορθότερου στην ποντιακή «τα χαμονάντας τη ξεριζωμού»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost