.
.
Γενοκτονία-Μνήμες-Ξεριζωμός

Γενοκτονίαν

Γενοκτονίαν
fullscreen
Τόσες χαμένες ψυχές... Η λαχτάρα για τις χαμένες πατρίδες, η νοσταλγία... Ένας ασίγαστος πόθος που ο χρόνος δεν καταφέρνει να σβήσει, ούτε να ξεθωριάσει... Δεν μπορεί να σβήσει το γαλάζιο ουρανοθάλασσο απ’ τη μνήμη. Αυτό που μένει σ’ εμάς είναι η νοσταλγία για ό,τι ζήσαν ανάμνηση και μια συγκίνηση για ό,τι δεν υπάρχει πια...

♫

Εκάγαν κι ερημώθαν
τα πατρογονικά μ’
Εσπάγαν κι εσκοτώθαν
ας σον Τοπάλ-Οσμάν

Τ’ ορμάνια κι ακροστράτας
’γομώθαν αποθαμέντς
Αΐκον κακόν πώς είδαν
ο Θεόν κι ο αητέντς;

Μη λες «έν’ εθνοκάθαρσιν»,
τρανόν έν’ αμαρτίαν
Ο Πόντον έντον κόλαση
ας σην γενοκτονίαν
«Πόντος» αδά τ’ Ελλάδας ι-μ’
έν’ η Μακεδονία

Τρακόσ̌ι͜α πενήντα χιλιάδες
αγγέλ’ σον ουρανόν
Σ’ εγκάλ’ τη Παναΐας
και ση Θεού τον Γιον

Κι ατείν’ π’ εσώθαν ’δέβανε πλάν
σιρίν σα παρχανάδας
Αχπαραμέν’ και περισ̌άν’
έρθαν σ’ εγκάλ’ τ’ Ελλάδας

Μη λες έν’ «εθνοκάθαρσην»,
τρανόν έν’ αμαρτίαν
Ο Πόντον έντον κόλαση
ας σην γενοκτονίαν
«Πόντος» αδά τ’ Ελλάδας ι-μ’
έν’ η Μακεδονία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αδάεδώ
αητέντςαητός
αΐκοντέτοιο/α
αποθαμέντςπεθαμένους
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατείν’αυτοί
αχπαραμέν’τρομαγμένοι, ξαφνιασμένοι εκσπαράσσω
’γομώθαν(εγομώθαν) γέμισαν
’δέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εγκάλ’(προστ.) κατήγγειλε, εγκάλεσε
εκάγανκάηκαν
έν’είναι
έντονέγινε
ερημώθανερημώθηκαν
έρθανήρθαν
εσκοτώθανσκοτώθηκαν
εσπάγανσφάχτηκαν
εσώθανσώθηκαν, τελείωσαν
ορμάνιαδάση orman
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
σιρίνκοπάδι sürü
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αδάεδώ
αητέντςαητός
αΐκοντέτοιο/α
αποθαμέντςπεθαμένους
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατείν’αυτοί
αχπαραμέν’τρομαγμένοι, ξαφνιασμένοι εκσπαράσσω
’γομώθαν(εγομώθαν) γέμισαν
’δέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εγκάλ’(προστ.) κατήγγειλε, εγκάλεσε
εκάγανκάηκαν
έν’είναι
έντονέγινε
ερημώθανερημώθηκαν
έρθανήρθαν
εσκοτώθανσκοτώθηκαν
εσπάγανσφάχτηκαν
εσώθανσώθηκαν, τελείωσαν
ορμάνιαδάση orman
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
σιρίνκοπάδι sürü
Γενοκτονίαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost