.
.
Τη ψ̌ης ι-μ’ τραωδίας

Η εγάπη σ’ ψεύτικον

Η εγάπη σ’ ψεύτικον
fullscreen
Ανάθεμα σε αφώτιστον
ντό χαντζοκάτα -ν- είσαι;
Ση γούλα μ’ κρεμαλίεσαι,
με άλλον πας και κείσαι

Η εγάπη σ’ ψεύτικον,
η καρδι͜ά σ’ αγνέστικον
Μ’ έναν σεβντάν ’κι χορτάζ’
δύο θέλ’ να συφαγιάζ’

Εφάζ’να και επότιζα
ίλιαμ ντο θα φορείς -ι
κι εσύ μαχ̌ι͜όρ’ εκάρφωνες
ση ράχ̌ι͜α μ’ αποπίσ’ ι

Η εγάπη σ’ ψεύτικον,
η καρδι͜ά σ’ αγνέστικον
Μ’ έναν σεβντάν ’κι χορτάζ’
δύο θέλ’ να συφαγιάζ’

Βοτρύδι͜α τα φιλέματα σ’
αφορισμένον κάντζ̌α
Εκράτ’νες τα γενάμενα
κι εδίν’νες με τα μάντζ̌ι͜α

Η εγάπη σ’ ψεύτικον,
η καρδι͜ά σ’ αγνέστικον
Μ’ έναν σεβντάν ’κι χορτάζ’
δύο θέλ’ να συφαγιάζ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνέστικοναυτή/ό που δεν έχει φάει, νηστική/ό
αποπίσ’από πίσω
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
βοτρύδι͜ατσαμπιά
γενάμεναγινωμένα, ώριμα
γούλαλαιμός gula
εγάπηαγάπη
εδίν’νεςέδινες
εκράτ’νεςκρατούσες
εφάζ’νατάιζα
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κάντζ̌αγάντζος, άγκιστρο, το γαμψό νύχι όρνιου μτφ. η πονηρή και καταφερτζού γυναίκα kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμαλίεσαικρέμεσαι, αιωρείσαι
μάντζ̌ι͜αάγουρα, ανώριμα
μαχ̌ι͜όρ’μαχαίρι
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
συφαγιάζ’τρώει ψωμί μαζί με προσφάγι, (γενικά) τρώει μαζί
φιλέματαφιλιά
φορείςφοράς
χαντζοκάταπονηρή/ύπουλη γάτα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνέστικοναυτή/ό που δεν έχει φάει, νηστική/ό
αποπίσ’από πίσω
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
βοτρύδι͜ατσαμπιά
γενάμεναγινωμένα, ώριμα
γούλαλαιμός gula
εγάπηαγάπη
εδίν’νεςέδινες
εκράτ’νεςκρατούσες
εφάζ’νατάιζα
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κάντζ̌αγάντζος, άγκιστρο, το γαμψό νύχι όρνιου μτφ. η πονηρή και καταφερτζού γυναίκα kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμαλίεσαικρέμεσαι, αιωρείσαι
μάντζ̌ι͜αάγουρα, ανώριμα
μαχ̌ι͜όρ’μαχαίρι
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
συφαγιάζ’τρώει ψωμί μαζί με προσφάγι, (γενικά) τρώει μαζί
φιλέματαφιλιά
φορείςφοράς
χαντζοκάταπονηρή/ύπουλη γάτα
Η εγάπη σ’ ψεύτικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost