.
.
Τη ψ̌ης ι-μ’ τραωδίας

Ο Παρχάρτς

Ο Παρχάρτς
fullscreen
Παρχάρτς εμοιρολόγανεν
αρ’ ντ’ επεσ̌ονλικεύτεν
Άλλο χορτάρ’ ’κι θα φυτρών’,
ορμάνι͜α εγομώθεν

Πουθέν βίος ’κι φαίνεται,
πουθέν ’κι κρού’ν κωδώνια
Πουθέν ’κι παίζ’ η κεμεντζ̌έ
να λαφρούνταν τα πόνια τ’

Έρ’τ’ α̤τον έναν χαβεζλούκ’
κι έναν αροθυμίαν,
ατείν’ π’ επαρχαρεύκουσαν
να ’ρχούσανε αλλομίαν

Καλύβι͜α λιθαρόχτιστα
τζ̌ακόπα να καπνίζ’νε
Τα τσ̌ιμένια να φέρ’νε ψ̌ην
κι ατόν χαρεντερίζ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλομίανάλλη μια φορά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίαννοσταλγία
ατείν’αυτοί
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
εγομώθενγέμισε
εμοιρολόγανενμοιρολογούσε
επαρχαρεύκουσανπαραθέριζαν σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
επεσ̌ονλικεύτενέχασε την ζωντάνια, έχασε την χαρά
έρ’τ’(έρ’ται) έρχεται
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρού’νχτυπούν κρούω
λαφρούντανλαφρύνουν
ορμάνι͜αδάση orman
παίζ’παίζω/παίζει
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουθένπουθενά
’ρχούσανε(ερχούσανε) έρχονταν
τζ̌ακόπα(υποκορ.) τζάκια ocak
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
φέρ’νεφέρνουν
χαβεζλούκ’πόθος, επιθυμία, γούστο heveslilik
χαρεντερίζ’νεχαροποιούν, ψυχαγωγούν
χορτάρ’χορτάρι
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλομίανάλλη μια φορά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίαννοσταλγία
ατείν’αυτοί
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
εγομώθενγέμισε
εμοιρολόγανενμοιρολογούσε
επαρχαρεύκουσανπαραθέριζαν σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
επεσ̌ονλικεύτενέχασε την ζωντάνια, έχασε την χαρά
έρ’τ’(έρ’ται) έρχεται
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρού’νχτυπούν κρούω
λαφρούντανλαφρύνουν
ορμάνι͜αδάση orman
παίζ’παίζω/παίζει
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουθένπουθενά
’ρχούσανε(ερχούσανε) έρχονταν
τζ̌ακόπα(υποκορ.) τζάκια ocak
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
φέρ’νεφέρνουν
χαβεζλούκ’πόθος, επιθυμία, γούστο heveslilik
χαρεντερίζ’νεχαροποιούν, ψυχαγωγούν
χορτάρ’χορτάρι
ψ̌ηνψυχή
Ο Παρχάρτς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost