.
.
Ποντιακά παραδοσιακά Νο2

Ο χοβαρτάς

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο χοβαρτάς
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο κύρη μ’ έτον χοβαρτάς
κι εγώ είμαι το παιδίν ατ’
Ευτάγω και τα έργατα τ’
να παίρω την ευχ̌ήν ατ’

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ τον βίον
Πούλτσον, φέρον με παράδες
ν’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α

Ο κύρη μ’ εκοπίαζεν
γράμματα να μαθίζ’ με
Ση χωρί’ μουν/ Χαϊταρλί’¹ τα κορτσόπα
δέσκαλον να καθίζ’ με

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ τον βίον
Πούλτσον, φέρον με παράδες
ν’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
να κομπώνω τα κορίτσ̌ι͜α

Εγώ γράμματα ’κ’ έμαθα
και δέσκαλος ’κ’ εκάτσα
Σου Χαϊταρλί’¹/ση χωρί’ μουν τα κορτσόπα
το σεβνταλούκ’ εμάτσα

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ τον βίον
Πούλτσον, φέρον με παράδες
ν’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
να κομπώνω τα κορίτσ̌ι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δέσκαλονδάσκαλο
δέσκαλοςδάσκαλος
εκάτσακάθισα
εκοπίαζενκόπιαζε, μοχθούσε
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
έργαταέργα, προσπάθειες, δουλειές
έτονήταν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθίζ’καθίζω/ει κπ
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
κορτσόπακοριτσάκια
κυρούπατέρα
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μουνμας
παίρωπαίρνω
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πούλτσον(προστ.) πούλησε
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
φέρον(προστ.) φέρε
φιρφιλίτζ̌ι͜αμπιχλιμπίδια πιθ. εκ του fırfırlı=δαντελωτό, που έχει σούρες
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
χωρί’χωριού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δέσκαλονδάσκαλο
δέσκαλοςδάσκαλος
εκάτσακάθισα
εκοπίαζενκόπιαζε, μοχθούσε
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
έργαταέργα, προσπάθειες, δουλειές
έτονήταν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθίζ’καθίζω/ει κπ
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
κορτσόπακοριτσάκια
κυρούπατέρα
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μουνμας
παίρωπαίρνω
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πούλτσον(προστ.) πούλησε
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
φέρον(προστ.) φέρε
φιρφιλίτζ̌ι͜αμπιχλιμπίδια πιθ. εκ του fırfırlı=δαντελωτό, που έχει σούρες
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
χωρί’χωριού
Ο χοβαρτάς
Σημειώσεις
¹ (ή Χαϊδαρλή) Παλιά ονομασία του χωριού Κλείτος Κοζάνης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost