.
.
Ποντιακά παραδοσιακά

Κορτσόπον, λέω

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κορτσόπον, λέω
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Με το να είμαι -ν- ορφανός
[τσ̌άνουμ, γιαρ]
με το να ’κ’ έχω βίον [λέω]
Εσέν θα πεσλεεύω σε
[τσ̌άνουμ, γιαρ]
ας σον κύρη σ’ καλλίον [λέω]

Τσ̌άνουμ, τσ̌άνουμ, νε κορτσόπον, [λέω]
κατήβα σο πεγαδόπον [λέω]
Φέρον με κρύον νερόπον [λέω]
με το τσ̌αμουρένεν το τεστόπον [λέω]
ας σ’ εμόν το χατιρόπον [λέω]

Με το να είμαι -ν- ορφανός
[τσ̌άνουμ, γιαρ]
με το να ’κ’ έχω μάναν [λέω]
Εσέν θα πεσλεεύω σε
[τσ̌άνουμ, γιαρ]
με τη πουλί’ το γάλα [λέω]

Τσ̌άνουμ, τσ̌άνουμ, νε κορτσόπον, [λέω]
κατήβα σο πεγαδόπον [λέω]
Φέρον με κρύον νερόπον [λέω]
με το τσ̌αμουρένεν το τεστόπον [λέω]
ας σ’ εμόν το χατιρόπον [λέω]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κατήβα(προστ.) κατέβα
κορτσόπονκοριτσάκι
νερόποννεράκι
πεγαδόπονβρυσούλα
πεσλεεύωπαρέχω τροφή, ανατρέφω, μεγαλώνω, παχαίνω κπ/κτ beslemek
πουλί’πουλιού
τεστόπονμικρή υδρία, κανατούλα testa
τσ̌αμουρένενπήλινο, το φτιαγμένο από λάσπη çamur
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φέρον(προστ.) φέρε
χατιρόπον(υποκορ.) χάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κατήβα(προστ.) κατέβα
κορτσόπονκοριτσάκι
νερόποννεράκι
πεγαδόπονβρυσούλα
πεσλεεύωπαρέχω τροφή, ανατρέφω, μεγαλώνω, παχαίνω κπ/κτ beslemek
πουλί’πουλιού
τεστόπονμικρή υδρία, κανατούλα testa
τσ̌αμουρένενπήλινο, το φτιαγμένο από λάσπη çamur
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φέρον(προστ.) φέρε
χατιρόπον(υποκορ.) χάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Κορτσόπον, λέω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost