.
.
Ποντιακά παραδοσιακά Νο3

Ο ορφανόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο ορφανόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ορφανόν παιδίν είμαι,
σα ξένα ευρίγουμαι
Τα τέρτα̤ μ’ είναι πολλά,
καίουμαι, μανίουμαι
Ν’ αηλί!

Κλαίω, τα δά̤κρα̤ μ’ είν’ πικρά,
φαρμακών’νε το ψ̌όπο μ’
Ν’ αηλί εμέν τον καρίπ’,
καίεται το καρδόπο μ’
Ν’ αηλί!

Ορφανόν παιδίν είμαι,
μη κατηγοράτε με
Το καρδόπο μ’ λύεται,
να παρηγοράτε με
Ν’ αηλί!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
δά̤κρα̤δάκρυα
είν’(για πληθ.) είναι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
καίεταικαίγεται
καίουμαικαίγομαι
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
λύεταιλιώνει
μανίουμαιμαυρίζω/μουντζουρώνομαι από την καπνιά, καταστρέφομαι, κατακαίγομαι μέχρι καπνιάς
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
δά̤κρα̤δάκρυα
είν’(για πληθ.) είναι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
καίεταικαίγεται
καίουμαικαίγομαι
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
λύεταιλιώνει
μανίουμαιμαυρίζω/μουντζουρώνομαι από την καπνιά, καταστρέφομαι, κατακαίγομαι μέχρι καπνιάς
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
ψ̌όποψυχούλα
Ο ορφανόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost