.
.
Κιμιγιάν

Έλα να ποδεδίζω σε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έλα να ποδεδίζω σε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα να ποδεδίζω σε,
νε μέλι μ’, νε σ̌εκέρι μ’
Απόψ’ ούσνα εμέρωσεν
εκείσ’νε απάν’ σο χ̌έρι μ’
 
Εφύσεξεν αγράνεμος
και έσ’κωσεν τα τόζι͜α
Γουρπάν’ εγώ να ’ίνουμαι
σ’ ομματόπα σ’ τα πόζι͜α
 
Ατά τ’ ομμάτι͜α σ’ τ’ έμορφα
εγώ πολλά λιγούμαι
Αρ’ θέλω να φιλώ ατα,
ας σον Θεόν φοούμαι
 
Εχπάστα και -ν- έχ̌’ κι έρχουμαι,
σην απαντή μ’ ελάτε
Τ’ αρνί μ’ ατού μ’ αφήνετε
επάρτε͜ ατο κι ελάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγράνεμοςάγριος άνεμος
απάν’πάνω
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατάαυτά
ατααυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
επάρτε(προστ.) πάρτε
έρχουμαιέρχομαι
έσ’κωσενσήκωσε
εφύσεξενφύσηξε
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουμαιείμαι στον ερχομό, έρχομαι
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’ίνουμαιγίνομαι
λιγούμαιεπιθυμώ κτ σφοδρά, χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ούσναμέχρι που, έως ότου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόζι͜αγκρίζα, σταχτιά boz
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τόζι͜ασκόνες toz
φοούμαιφοβάμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγράνεμοςάγριος άνεμος
απάν’πάνω
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατάαυτά
ατααυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
επάρτε(προστ.) πάρτε
έρχουμαιέρχομαι
έσ’κωσενσήκωσε
εφύσεξενφύσηξε
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουμαιείμαι στον ερχομό, έρχομαι
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’ίνουμαιγίνομαι
λιγούμαιεπιθυμώ κτ σφοδρά, χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ούσναμέχρι που, έως ότου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόζι͜αγκρίζα, σταχτιά boz
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τόζι͜ασκόνες toz
φοούμαιφοβάμαι
Έλα να ποδεδίζω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost