.
.
Κιμιγιάν

Εσένα εγάπανα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσένα εγάπανα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσένα εγάπανα
και πελίν εποίν’να το
Τ’ άσπρον το σπαρελόπο σ’
εθέλ’να να ελύνα ’το
 
’Ποίν’νες με τη νόστιμον,
έλεγες με «Εντροπή!
Αδακά ελέπ’νε μας!
Χάιτε! Οπίσ’ σο κεπίν»
 
Το σπαρέλι σ’ ελύνα,
απ’ εσέν ’κ’ εχπάγουμ’νε
Έλεγα «νασάν εμέν!
για τ’ ατέν θα σπάγουμαι»
 
’Φίλ’νες με, μικρόν αρνί μ’,
έλεγα σε «Μερμηκώ!
Απέσ’ σον παράδεισον
ευρίγουμαι εθαρρώ»
 
Επέμ’να με την χαράν,
’ποίκες τη σεβντά μ’ χαράμ’
’Θέλ’νες ζενγκίν με παράν
και ’κ’ εποίκαμ’ τη χαράν
 
Επέρες τον πλούσιον,
ατός πα εχώρτσε σε
’Κ’ εχάρες το νυφικόν
ατός ντο εφόρτσε σε
 
’Πέρες τον αγράσ̌κεμον
και, πουλί μ’, τον παλαλόν
’Κι θα ευρίεται γιατρός
εσένα για να λαρών’
 
Ατώρα σεΐρ’ τερείς,
κάτ’ εποίκες εθαρρείς
Εγώ επιδέβα σε,
κλώστ’ οπίσ’ και σον κύρη σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδακάεδώ κόντα
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατόςαυτός
ατώρατώρα
εγάπανααγαπούσα
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
εθέλ’ναήθελα
ελέπ’νεβλέπουνε
εντροπήντροπή
επέμ’νααπόμεινα
επέρεςπήρες
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
εποίκαμ’κάναμε, φτιάξαμε ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
ευρίγουμαιβρίσκομαι
ευρίεταιβρίσκεται
εφόρτσεφόρεσε
εχάρεςχάρηκες
εχπάγουμ’νεξεριζωνόμουν, ξεκολλούσα ἐκσπάω
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
ζενγκίν(γεν) πλούσιου, (αιτ.) πλούσιο zengin
’θέλ’νες(εθέλ’νες) ήθελες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεπίνκήπος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μερμηκώμυρμηγκιάζω, μουδιάζω μυρμηκιῶ
νασάνχαρά σε
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλόντρελό
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πελίνφανερό, εμφανές, πρόδηλο belli
’πέρες(επέρες) πήρες
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
’ποίν’νες(εποίν’νες) έκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σπάγουμαισφάζομαι
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείςκοιτάς
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
’φίλ’νες(εφίλ’νες) φιλούσες
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χαράμ’χαράμι, κάτι που δεν έχει τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδακάεδώ κόντα
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατόςαυτός
ατώρατώρα
εγάπανααγαπούσα
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
εθέλ’ναήθελα
ελέπ’νεβλέπουνε
εντροπήντροπή
επέμ’νααπόμεινα
επέρεςπήρες
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
εποίκαμ’κάναμε, φτιάξαμε ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
ευρίγουμαιβρίσκομαι
ευρίεταιβρίσκεται
εφόρτσεφόρεσε
εχάρεςχάρηκες
εχπάγουμ’νεξεριζωνόμουν, ξεκολλούσα ἐκσπάω
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
ζενγκίν(γεν) πλούσιου, (αιτ.) πλούσιο zengin
’θέλ’νες(εθέλ’νες) ήθελες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεπίνκήπος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μερμηκώμυρμηγκιάζω, μουδιάζω μυρμηκιῶ
νασάνχαρά σε
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλόντρελό
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πελίνφανερό, εμφανές, πρόδηλο belli
’πέρες(επέρες) πήρες
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
’ποίν’νες(εποίν’νες) έκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σπάγουμαισφάζομαι
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείςκοιτάς
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
’φίλ’νες(εφίλ’νες) φιλούσες
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χαράμ’χαράμι, κάτι που δεν έχει τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
Εσένα εγάπανα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost