.
.
Κιμιγιάν

Τ’ οσπιτόπο σ’ πολλά μικρόν!

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ οσπιτόπο σ’ πολλά μικρόν!
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ οσπιτόπο σ’ πολλά μικρόν,
απέσ’ κρεβάτ’ ’κι κείται!
Και σο ποδάρ’, τσούνας κουτάβ’,
η νύχτα κι τελείται
 
Εγώ καρίπ’κα εσ̌ύριζα,
ατό σερπέσ̌κα ελάλ’νεν
Την πόρταν αθε ’κ’ ένοιεν,
εμέν απέσ’ ’κ’ εβάλλ’νεν
 
Τα πόρτας εκαράκωνεν,
εποίν’νεν πως αγρείται
Εμέν ισ̌μάρ’ εντούνε με
να μπαίνω ας σον φεγγίτεν
 
Αρνί μ’, κρύον νερόν είσαι,
ας σον παρχάρ’ φερμένον
Πότ’σον και σεριλι͜άεψον
την ψ̌η μ’ το διψασμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
αθετου/της
απέσ’μέσα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
εβάλλ’νενέβαζε
εκαράκωνενμαντάλωνε, κλείδωνε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
ένοιενάνοιγε
εντούνεχτυπούσε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εσ̌ύριζασφύριζα
ισ̌μάρ’νεύμα, νόημα işmar/նշմար
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ποδάρ’πόδι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πότ’σον(προστ.) πότισε
σεριλι͜άεψον(προστ.) δρόσισε serinlemek
σερπέσ̌καελεύθερα, χωρίς συστολή serbestçe<serbest
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
αθετου/της
απέσ’μέσα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
εβάλλ’νενέβαζε
εκαράκωνενμαντάλωνε, κλείδωνε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
ένοιενάνοιγε
εντούνεχτυπούσε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εσ̌ύριζασφύριζα
ισ̌μάρ’νεύμα, νόημα işmar/նշմար
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ποδάρ’πόδι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πότ’σον(προστ.) πότισε
σεριλι͜άεψον(προστ.) δρόσισε serinlemek
σερπέσ̌καελεύθερα, χωρίς συστολή serbestçe<serbest
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
ψ̌ηψυχή
Τ’ οσπιτόπο σ’ πολλά μικρόν!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost