.
.
Κιμιγιάν

Ε! κουτσ̌ή, ’κ’ εντρέπεσαι;

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ε! κουτσ̌ή, ’κ’ εντρέπεσαι;
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ε! κουτσ̌ή, ’κ’ εντρέπεσαι;
Ντό είναι ατά ντ’ ευτάς;
Εξέγκανε τ’ όνεμα σ’
μετ’ ατόν το γείτονα σ’
 
Νε κορτσόπον, τούλα-λα,
ρούζομε και κείμες κα’
Αφκά σο κρεβατόπο σ’
ξαν ευτάμε παλαλά
 
Ε! κόρη, και ση κυρού σ’
τα δουλείας ντ’ εποίν’νες
Κάθαν βράδον και πρωίν
το μαντίλι σ’ επλύν’νες
 
Νε κουτσ̌ή, ’κ’ εντρέπεσαι;
τ’ εμπροκάρδι͜α σ’ φαίν’ντανε
Αούτα τα ξερόχ̌ερα μ’
σην ψ̌η σ’ να ξεραίν’ντανε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αούτααυτά
ατάαυτά
αφκάκάτω
βράδονβράδυ
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εμπροκάρδι͜ατα στήθη, το μέρος έμπροσθεν της καρδιάς
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέγκανεέβγαλαν
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κάθανκάθε
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
κρεβατόποκρεβατάκι
κυρούπατέρα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
ξεραίν’ντανεξεραίνονται
όνεμαόνομα
παλαλάτρελά, τρέλες
ρούζομεπέφτουμε
τούλαήσυχα, φρόνιμα
φαίν’ντανεφαίνονται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αούτααυτά
ατάαυτά
αφκάκάτω
βράδονβράδυ
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εμπροκάρδι͜ατα στήθη, το μέρος έμπροσθεν της καρδιάς
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέγκανεέβγαλαν
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κάθανκάθε
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
κρεβατόποκρεβατάκι
κυρούπατέρα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
ξεραίν’ντανεξεραίνονται
όνεμαόνομα
παλαλάτρελά, τρέλες
ρούζομεπέφτουμε
τούλαήσυχα, φρόνιμα
φαίν’ντανεφαίνονται
ψ̌ηψυχή
Ε! κουτσ̌ή, ’κ’ εντρέπεσαι;

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost