.
.
Κιμιγιάν

Σην πόρτα σ’ πάω κι έρχουμαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σην πόρτα σ’ πάω κι έρχουμαι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ελέπω σε και χ̌αίρουμαι,
απιδι͜αβαίντς και κλαίω
Το στόμα μ’ να ξεραίνεται
για τ’ εσέν αν κάτ’ λέω
 
Ελέπω σε και χ̌αίρουμαι,
ανοίγουν τα κανάτι͜α μ’
Απιδι͜αβαίντς και κλαίω εγώ,
δάκρυ͜α τρέχ’νε ας σ’ ομμάτι͜α μ’
 
Όντες ελέπω κάθεσαι
καρίπ’κα, λυπημένα
λέω να παίρω ένα μαχ̌αίρ’,
σκοτώνω εγώ εμέναν
 
Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα
εσέναν ν’ ανταμώνω
Ολίγον να ελέπω σε
τη σεβντά να κομπώνω
 
Σην πόρτα σ’ πάω κι έρχουμαι
αρ’ άμον γυρευός -ι
Κι εσύ γουεύ’ς το φίλεμαν
ντ’ εδέκεν ο Θεός -ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
γυρευόςεπαίτης, ζητιάνος
εδέκενέδωσε
ελέπωβλέπω
επορπάτεσαπερπάτησα
έρχουμαιέρχομαι
κανάτι͜αφτερά kanat
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παίρωπαίρνω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τρέχ’νετρέχουν
φίλεμανφιλί
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
γυρευόςεπαίτης, ζητιάνος
εδέκενέδωσε
ελέπωβλέπω
επορπάτεσαπερπάτησα
έρχουμαιέρχομαι
κανάτι͜αφτερά kanat
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
κομπώνωεξαπατώ, ξεγελώ, μτφ. σαγηνεύω κομβόω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παίρωπαίρνω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τρέχ’νετρέχουν
φίλεμανφιλί
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
Σην πόρτα σ’ πάω κι έρχουμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost