.
.
Κιμιγιάν

Αρ’ έκαψες με άμον ντο καί͜εις

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρ’ έκαψες με άμον ντο καί͜εις
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρ’ έκαψες με άμον ντο καί͜εις
τα ξύλα σο χωνόν -ι
Πασ̌ κι είμαι τ’ εσόν το γεσίρ’,
του κυρού σ’ τ’ ορφανόν -ι;
 
Εσύ το κομμενόχρονον
και το καταραμένον
Κρύον νερόν γιατί ’κι ’κχ̌ύντς
σο ψ̌όπο μ’ το καμένον;
 
Άλλα έλεαν τα χ̌ειλόπα σ’
και άλλα η καρδία σ’
’Πολέμανες να κομπώντς με
και με τα δικλωπίας
 
Αρνί μ’, εκάγα σ’ άψιμο σ’,
επίασα ας ση βρούλα σ’
Το κρίμα μ’ να τυλίεται
άμον οφίδ’ ση γούλα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άψιμοφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γεσίρ’κυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γούλαλαιμός gula
δικλωπίαςδιπροσωπίες, μτφ. δολιότητες, ανειλικρινείς συμπεριφορές
εκάγακάηκα
έλεανέλεγαν
εσόνδικός/ή/ό σου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κυρούπατέρα
’κχ̌ύντςεκχύνεις, χύνεις, εκβάλλεις εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
οφίδ’φίδι
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
’πολέμανες(επολέμανες) πολεμούσες, πάλευες να καταφέρεις
τυλίεταιτυλίγεται
χ̌ειλόπαχειλάκια
χωνόνεστία, χωνευτήρι χῶνος < χόανος
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άψιμοφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γεσίρ’κυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γούλαλαιμός gula
δικλωπίαςδιπροσωπίες, μτφ. δολιότητες, ανειλικρινείς συμπεριφορές
εκάγακάηκα
έλεανέλεγαν
εσόνδικός/ή/ό σου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κυρούπατέρα
’κχ̌ύντςεκχύνεις, χύνεις, εκβάλλεις εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
οφίδ’φίδι
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
’πολέμανες(επολέμανες) πολεμούσες, πάλευες να καταφέρεις
τυλίεταιτυλίγεται
χ̌ειλόπαχειλάκια
χωνόνεστία, χωνευτήρι χῶνος < χόανος
ψ̌όποψυχούλα
Αρ’ έκαψες με άμον ντο καί͜εις

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost