.
.
Κιμιγιάν

Ανασακιάζομε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ εδέκεν το νερόν
απάν’ καικά σ’ αμπέλι͜α
’ποίκεν τα μήλα κόκκινα,
τα σταφύλι͜α άμον μέλι͜α
 
Ανασακιάζομε, ανασακιάζομε
Έρχουμες επεκεί αδά
κι ανασακιάζομε
Εμείς τον εαυτόν εμουν
καν’νάν ’κι φάζομε
 
Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν
εβγαίν’ κρύον νερόπον
Θα πάει φέρ’ με επεκεί νερόν
τ’ εμόν το τρυγονόπον
 
Ανασακιάζομε, ανασακιάζομε
Έρχουμες επεκεί αδά
κι ανασακιάζομε
Εμείς τον εαυτόν εμουν
καν’νάν ’κι φάζομε
 
Τ’ εμόν τ’ αρνίν ερρώστεσεν
με τα πολλά τα κάλλι͜α
Κι αρρωστικά εψαλάφεσεν
άι!/και Γιάφας πορτοκάλι͜α
 
Ανασακιάζομε, ανασακιάζομε
Έρχουμες επεκεί αδά
κι ανασακιάζομε
Εμείς τον εαυτόν εμουν
καν’νάν ’κι φάζομε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασακιάζομεανακινούμε, τινάζουμε τα σακιά για να χωρέσουν περισσότερα πράγματα ανά+σακίζω
απάν’πάνω
αρρωστικάεδέσματα σπάνια που ζητάει ασθενής ή που δίνονται σε αυτόν
εβγαίν’βγαίνει
εδέκενέδωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμουνμας
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
ερρώστεσεναρρώστησε
έρχουμεςερχόμαστε
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κάλλι͜ακάλλη
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νερόποννεράκι
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τρυγονόποντο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φάζομεταΐζουμε
φέρ’φέρνω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασακιάζομεανακινούμε, τινάζουμε τα σακιά για να χωρέσουν περισσότερα πράγματα ανά+σακίζω
απάν’πάνω
αρρωστικάεδέσματα σπάνια που ζητάει ασθενής ή που δίνονται σε αυτόν
εβγαίν’βγαίνει
εδέκενέδωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμουνμας
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
ερρώστεσεναρρώστησε
έρχουμεςερχόμαστε
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κάλλι͜ακάλλη
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νερόποννεράκι
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τρυγονόποντο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φάζομεταΐζουμε
φέρ’φέρνω/ει
Ανασακιάζομε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost